European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά C


C/2024/2814

26.4.2024

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ

της 11ης Σεπτεμβρίου 2023

σχετικά με τα Μέτρα Εφαρμογής του Καθεστώτος των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την κατάργηση της απόφασης του Προεδρείου της 19ης Μαΐου και της 9ης Ιουλίου 2008

(C/2024/2814)

ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 223 παράγραφος 2,

έχοντας υπόψη το Καθεστώς των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

έχοντας υπόψη το άρθρο 25 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Λαμβάνοντας υπόψη ότι:

(1)

Το Καθεστώς των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου («Καθεστώς») θεσπίζει τους κανόνες και γενικούς όρους που διέπουν την άσκηση των καθηκόντων των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου («βουλευτών»). Πέραν των διατάξεών του που αφορούν τη θεσμική πτυχή των δικαιωμάτων των βουλευτών, το Καθεστώς θεσπίζει ομοιόμορφους οικονομικούς όρους που εφαρμόζονται στους βουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας τους καθώς και μετά το πέρας των κοινοβουλευτικών δραστηριοτήτων τους. Η εφαρμογή των οικονομικών πτυχών του Καθεστώτος εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Προεδρείου.

(2)

Τα παρόντα μέτρα εφαρμογής έχουν στόχο να συμπληρώσουν το Καθεστώς, όχι μόνο ως προς τις διατάξεις του που προβλέπουν ρητά ότι οι όροι της εφαρμογής τους καθορίζονται από το Κοινοβούλιο, αλλά και ως προς τις διατάξεις που η εφαρμογή τους απαιτεί τον προηγούμενο καθορισμό μέτρων εφαρμογής.

(3)

Τα παρόντα μέτρα εφαρμογής αντικατέστησαν επίσης τις κανονιστικές ρυθμίσεις περί καταβολής των εξόδων και αποζημιώσεων των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου («ρυθμίσεις ΕΑΒ»), οι οποίες καταργήθηκαν την ημέρα έναρξης ισχύος του Καθεστώτος.

(4)

Όσον αφορά την επιστροφή των ιατρικών εξόδων, αποφασίστηκε, εν μέρει με στόχο τη μείωση των διοικητικών βαρών, η προσφυγή στο σύστημα που εφαρμόζεται στους δικαστές του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής («η Επιτροπή»), ιδίως μέσω των γραφείων εκκαθάρισης του κοινού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας («ΚΚΥΑ»), με ταυτόχρονη τήρηση των ειδικών όρων που προβλέπονται από το Καθεστώς.

(5)

Όσο για την επιστροφή των εξόδων που συνδέονται με την άσκηση της εντολής, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των εξόδων ταξιδίου, τα παρόντα μέτρα εφαρμογής βασίζονται στους κανόνες που ενέκρινε το Προεδρείο στις 28 Μαΐου 2003, οι οποίοι θεσπίζουν την αρχή της επιστροφής βάσει των πράγματι καταβληθέντων εξόδων. Ωστόσο, βάσει των κανόνων αυτών και σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, ένα περιορισμένο μέρος των εξόδων που συνδέονται με την άσκηση της εντολής εξακολουθεί να επιστρέφεται κατ’ αποκοπή.

(6)

Όσον αφορά την ανάληψη από το Κοινοβούλιο των εξόδων που πράγματι καταβάλλονται από τους βουλευτές για την απασχόληση των προσωπικών συνεργατών, ενδείκνυται να θεσπιστούν σαφείς κανόνες σχετικά με την απασχόληση των βοηθών που προσλαμβάνονται για εργασία στα κράτη μέλη εκλογής των βουλευτών. Για παράδειγμα, τις συμβάσεις των εν λόγω βοηθών πρέπει να διαχειρίζονται υποχρεωτικά εντολοδόχοι πληρωμών. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να ληφθεί δεόντως υπόψη το νομικό καθεστώς των διαπιστευμένων βοηθών, που θα υπόκεινται στο ειδικό νομικό καθεστώς που εγκρίθηκε βάσει του άρθρου 336 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), και ειδικότερα στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπό το φως του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου της 22ας Απριλίου 2008, κρίνεται ενδεδειγμένο να απαγορευτεί η χρηματοδότηση των συμβάσεων που συνάπτονται με τα μέλη των οικογενειών των βουλευτών.

(7)

Χρειάζεται εξάλλου να εξασφαλισθεί, στις μεταβατικές διατάξεις, ότι όσοι λαμβάνουν ορισμένες παροχές βάσει των ρυθμίσεων ΕΑΒ θα συνεχίσουν να τις λαμβάνουν, σύμφωνα με την αρχή της εύλογης προσδοκίας. Ενδείκνυται επίσης να εξασφαλισθεί ο σεβασμός των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν βάσει των ρυθμίσεων ΕΑΒ πριν από την έναρξη ισχύος του Καθεστώτος. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη το ειδικό σύστημα για τους βουλευτές που θα υπάγονται, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου και όσον αφορά τους οικονομικούς όρους άσκησης της εντολής, στα εθνικά συστήματα του κράτους μέλους όπου εξελέγησαν, σύμφωνα με το άρθρο 25 ή το άρθρο 29 του Καθεστώτος.

(8)

Η απόφαση του Προεδρείου της 19ης Μαΐου και της 9ης Ιουλίου 2008 για την έγκριση των Μέτρων Εφαρμογής του Καθεστώτος των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα και ουσιωδώς. Μετά από δεκαπέντε έτη εφαρμογής, θα πρέπει να γίνουν περαιτέρω τροποποιήσεις προκειμένου να διευκολυνθούν οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των βουλευτών και της κοινοβουλευτικής διοίκησης, να διασφαλιστεί η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των κονδυλίων που διατίθενται στους βουλευτές, να βελτιωθεί η διαφάνεια και η λογοδοσία και να διασφαλιστεί η αρχή της ανεξαρτησίας της κοινοβουλευτικής εντολής. Για λόγους σαφήνειας, η απόφαση του Προεδρείου της 19ης Μαΐου και της 9ης Ιουλίου 2008 θα πρέπει, συνεπώς, να καταργηθεί και να αντικατασταθεί με νέα πράξη που θα ενσωματώνει όλες τις τροποποιήσεις. Η νέα αυτή πράξη θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα της περιόδου συνόδου μετά τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα διεξαχθούν το 2024,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Βουλευτική αποζημίωση

Άρθρο 1

Δικαίωμα στην αποζημίωση

Από την ημερομηνία της ανάληψης των καθηκόντων τους έως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο τερματίζονται τα καθήκοντά τους, οι βουλευτές του Κοινοβουλίου («βουλευτές») έχουν δικαίωμα στην αποζημίωση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10 του Καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (το «Καθεστώς»).

Άρθρο 2

Διατάξεις προς αποφυγή της σώρευσης

1.   Η αποζημίωση την οποία λαμβάνει ο βουλευτής βάσει της εντολής την οποία ασκεί σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά με εντολή στο Κοινοβούλιο, αφαιρείται από την αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Καθεστώτος.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «άλλο κοινοβούλιο» νοείται κάθε κοινοβούλιο που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και έχει νομοθετική αρμοδιότητα, στο οποίο δεν εφαρμόζεται το άρθρο 7 παράγραφος 2 της πράξης περί της εκλογής των βουλευτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία (3).

3.   Ο υπολογισμός πραγματοποιείται με βάση το ύψος της καθεμιάς από τις δύο αποζημιώσεις, πριν από την αφαίρεση των φόρων.

4.   Οι βουλευτές υποχρεούνται να δηλώσουν, στη δήλωση οικονομικών συμφερόντων τους, οποιαδήποτε εντολή ασκούν κατά την έννοια της παραγράφου 1 και οποιαδήποτε αποζημίωση εισπράττουν ως εκ τούτου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Έξοδα ασθενείας

Άρθρο 3

Δικαιούχοι και διαδικασίες επιστροφής εξόδων

1.   Δυνάμει του άρθρου 18 του Καθεστώτος και κατ’ αναλογική εφαρμογή της κοινής ρύθμισης σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (4) («η ρύθμιση JSIS») καθώς και των γενικών διατάξεων εκτέλεσής της (5), έχουν δικαίωμα στην επιστροφή των δύο τρίτων των εξόδων ασθενείας, εγκυμοσύνης ή γέννησης τέκνου, τα εξής πρόσωπα:

α)

οι βουλευτές και οι πρώην βουλευτές δικαιούχοι μεταβατικής αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 13 του Καθεστώτος ή σύνταξης δυνάμει των άρθρων 14 και 15 του Καθεστώτος, όσον αφορά τα έξοδά τους καθώς και τα έξοδα:

i)

των συζύγων τους ή, όταν εκπληρώνεται ο όρος που προβλέπεται στο άρθρο 62 παράγραφος 2 των παρόντων μέτρων εφαρμογής, των εκτός γάμου σταθερών συντρόφων τους, και

ii)

των συντηρούμενων τέκνων τους, κατά την έννοια του άρθρου 62 παράγραφος 3 των παρόντων μέτρων εφαρμογής, έως ότου τα εν λόγω τέκνα φτάσουν σε ηλικία 21 ετών ή, το αργότερο, 25 ετών εφόσον λαμβάνουν εκπαίδευση ή επαγγελματική κατάρτιση πλήρους ωραρίου, ή επ’ αόριστον αν πάσχουν από σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία που δεν τους επιτρέπουν να καλύπτουν τις ανάγκες τους,

εφόσον οι εν λόγω σύζυγοι, εκτός γάμου σταθεροί σύντροφοι ή συντηρούμενα τέκνα δεν δικαιούνται παροχές της ιδίας φύσεως και του αυτού επιπέδου με τους βουλευτές ή τους πρώην βουλευτές δυνάμει άλλων νομικών διατάξεων ή κανονισμών·

β)

οι δικαιούχοι σύνταξης επιζώντος δυνάμει του άρθρου 17 του Καθεστώτος.

Τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα στοιχεία α) και β) είναι ελεύθερα να επιλέγουν τον ιατρό τους και το νοσοκομείο ή την κλινική, όπως ορίζει το άρθρο 19 παράγραφος 1 της ρύθμισης JSIS.

2.   Όσον αφορά τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου, όταν εφαρμόζεται το άρθρο 24 παράγραφος 2 της ρύθμισης JSIS, η αναφορά στα βασικά μηνιαία εισοδήματα του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (6) («κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης») σημαίνει τον μισθό που καθορίζεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 του Καθεστώτος.

3.   Οι επιστροφές εξόδων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου. Εφαρμόζονται το άρθρο 72 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και το άρθρο 20 παράγραφος 6 της ρύθμισης JSIS.

4.   Προκαταβολές κατά την έννοια του άρθρου 30 της ρύθμισης JSIS είναι δυνατόν να χορηγηθούν μόνο υπό μορφή ανάληψης εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης. Το μέρος των εξόδων που παραμένει εις βάρος των βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δικαιούχων, μετά την εφαρμογή της κλίμακας επιστροφής των εξόδων, επιστρέφεται στο Κοινοβούλιο υπό τις συνθήκες που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 30, παράγραφοι 2 και 3 της ρύθμισης JSIS.

5.   Οι βουλευτές και οι πρώην βουλευτές δικαιούχοι μεταβατικής αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 13 του Καθεστώτος, ή σύνταξης δυνάμει των άρθρων 14 και 15 του Καθεστώτος, μπορούν να παραιτηθούν του δικαιώματος επιστροφής των ιατρικών εξόδων τους που προβλέπει η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης. Η παραίτηση αυτή έχει αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία έναρξης της πρώτης θητείας του ενδιαφερόμενου βουλευτή, εάν η σχετική αίτηση υποβληθεί εντός τριών μηνών από την εν λόγω ημερομηνία έναρξης, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος βουλευτής δεν έχει υποβάλει αίτηση επιστροφής ιατρικών εξόδων κατά την εν λόγω περίοδο.

Σε περίπτωση που ο δικαιούχος παραιτηθεί από το δικαίωμά του για επιστροφή ιατρικών εξόδων, δικαιούται επιστροφή των δύο τρίτων της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης μέχρι ανώτατου ποσού επιστροφής 400 EUR τον μήνα.

6.   Κάθε βουλευτής ή πρώην βουλευτής που, σύμφωνα με την παράγραφο 5, παραιτείται του δικαιώματος επιστροφής των ιατρικών εξόδων, δεν εντάσσεται στο σύστημα επιστροφής ιατρικών εξόδων της παραγράφου 1 πριν από την παρέλευση δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να ισχύει η παραίτηση. Ομοίως, κάθε μεταγενέστερη μεταβολή, είτε αφορά επανένταξη στο σύστημα επιστροφής ιατρικών εξόδων της παραγράφου 1 είτε παραίτηση από το εν λόγω σύστημα, ισχύει μόνο μετά την παρέλευση τουλάχιστον δώδεκα μηνών.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, οι μεταγενέστερες αιτήσεις τροποποίησης τίθενται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας υποβολής τους.

7.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης στους πρώην βουλευτές που λαμβάνουν τη μεταβατική αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 13 του Καθεστώτος για την περίοδο μεταξύ της πρώτης ημέρας που έπεται της παύσης των καθηκόντων τους και της ημέρας κατά την οποία γεννάται το δικαίωμα μεταβατικής αποζημίωσης.

8.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης στους πρώην βουλευτές που λαμβάνουν τη σύνταξη αρχαιότητας που προβλέπει το άρθρο 52 για την περίοδο μεταξύ της πρώτης ημέρας που έπεται της παύσης των καθηκόντων τους και της ημέρας κατά την οποία γεννάται το δικαίωμα σύνταξης, εφόσον οι προϋποθέσεις του άρθρου 52 παράγραφος 1 πληρούνται ήδη πριν από την παύση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 4

Διαδικασία

Οι αιτήσεις επιστροφής εξόδων κατατίθενται απευθείας στο εκκαθαριστικό γραφείο της Επιτροπής, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται προς τον σκοπό αυτό και μέσω ενιαίων εντύπων που θα συνοδεύονται από δικαιολογητικά έγγραφα. Κατόπιν αιτήματος, η αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου παρέχει συμβουλές για την κατάθεση των εν λόγω αιτήσεων.

Άρθρο 5

Χρηματοδότηση

Η χρηματοδότηση του συστήματος επιστροφής και οι λεπτομέρειες εκκαθάρισης των εξόδων διέπονται από συμφωνία συνεργασίας μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, με βάση τις διατάξεις του Καθεστώτος και της ρύθμισης JSIS. Για το Κοινοβούλιο, η εν λόγω συμφωνία υπογράφεται από τον Πρόεδρό του, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους Κοσμήτορες.

Άρθρο 6

Προσφυγή

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 76, κάθε διαφορά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που απορρέει από την ερμηνεία του παρόντος κεφαλαίου, υποβάλλεται, από κοινού με τα δικαιολογητικά έγγραφα, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης από την οποία προέκυψε η διαμάχη, στο Γενικό Γραμματέα, ο οποίος αποφασίζει ύστερα από γνωμοδότηση της επιτροπής διαχείρισης του ΚΚΥΑ και ύστερα από διαβούλευση με τους Κοσμήτορες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ασφαλιστική προστασία από τους κινδύνους που συνδέονται με την άσκηση της βουλευτικής εντολής

Άρθρο 7

Γενικές διατάξεις

1.   Οι βουλευτές έχουν δικαίωμα, υπό τους όρους που προβλέπονται στα ασφαλιστήρια συμβόλαια, σε:

α)

ασφάλιση κατά ατυχημάτων που μπορεί να τους συμβούν κατά την άσκηση της εντολής τους·

β)

ασφάλιση κατά κλοπής και απώλειας ειδών και προσωπικών αντικειμένων που υφίστανται οι βουλευτές κατά την άσκηση της εντολής τους.

2.   Τα δύο τρίτα των οφειλόμενων ασφαλίστρων βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου, ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο βαρύνει τους βουλευτές. Η εισφορά του κάθε βουλευτή παρακρατείται απ’ ευθείας από την αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Καθεστώτος.

3.   Το παρόν άρθρο έχει εφαρμογή στους βουλευτές από την έναρξη της εντολής τους, εκτός εάν οι βουλευτές γνωστοποιήσουν στον Γενικό Γραμματέα τη ρητή και γραπτή παραίτησή τους από το δικαίωμά τους για ασφαλιστική κάλυψη. Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμά τους σε ασφαλιστική κάλυψη παύει να υφίσταται την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο γνωστοποιείται η παραίτηση.

Άρθρο 8

Ασφάλιση έναντι ατυχήματος

1.   Οι όροι της σύμβασης ασφάλισης κατά ατυχημάτων προβλέπουν την κάλυψη των ατυχημάτων που μπορεί να συμβούν στους βουλευτές σε ολόκληρο τον κόσμο κατά τη διάρκεια της εντολής τους.

2.   Οι διατάξεις των ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά ατυχημάτων προβλέπουν:

α)

Σε περίπτωση θανάτου: την καταβολή κεφαλαίου ίσου με το πενταπλάσιο του ετήσιου ποσού της ετήσιας αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Καθεστώτος στα πρόσωπα που απαριθμούνται στα επόμενα :

στον/στην σύζυγο ή στον/στη σύντροφο σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης που πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 62 παράγραφος 2, και στα τέκνα του θανόντος βουλευτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περιουσία του βουλευτή· ωστόσο, το ποσό που καταβάλλεται στον/στη σύζυγο ή στον/στη σύντροφο σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης δεν είναι δυνατόν να είναι μικρότερο από το 25 % του κεφαλαίου,

ελλείψει προσώπων της κατηγορίας που αναφέρεται στην πρώτη περίπτωση, στους άλλους κατιόντες, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περιουσία του βουλευτή,

ελλείψει προσώπων των κατηγοριών που αναφέρονται στην πρώτη και τη δεύτερη περίπτωση, στους ανιόντες σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περιουσία του βουλευτή,

ελλείψει προσώπων των κατηγοριών που αναφέρονται στην πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση, στο Κοινοβούλιο·

β)

σε περίπτωση μόνιμης ολικής αναπηρίας: την πληρωμή στον ενδιαφερόμενο κεφαλαίου ίσου με το οκταπλάσιο του ετησίου ποσού της ετήσιας αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Καθεστώτος·

γ)

σε περίπτωση μόνιμης μερικής αναπηρίας: την πληρωμή στον ενδιαφερόμενο βουλευτή τμήματος του ποσού που προβλέπεται στο στοιχείο β), υπολογιζόμενο με βάση την κλίμακα που ορίζεται από την κοινή ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας (7) («κοινή ρύθμιση»).

3.   Η κοινή ρύθμιση έχει εφαρμογή κατ’ αναλογία στους βουλευτές, με εξαίρεση τις διατάξεις σχετικά με τις επαγγελματικές ασθένειες, την ισόβια πρόσοδο, καθώς και όλες τις διατάξεις των οποίων η εφαρμογή είναι αδιαχώριστη από το καθεστώς των υπαλλήλων.

Εφαρμόζεται η διαδικασία προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 76 των παρόντων μέτρων εφαρμογής.

Οι αρμοδιότητες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής όπως ορίζονται στην κοινή ρύθμιση ασκούνται, ως προς τους βουλευτές, από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου.

Η αναγνώριση μόνιμης ολικής ή μερικής αναπηρίας κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου και των προαναφερθεισών διατάξεων, δεν εμποδίζει κατά κανένα τρόπο την εφαρμογή του άρθρου 15 του Καθεστώτος. Ομοίως, η εφαρμογή του άρθρου 15 του Καθεστώτος δεν αποκλείει την αναγνώριση μόνιμης ολικής ή μερικής αναπηρίας δυνάμει του παρόντος άρθρου και της κοινής ρύθμισης.

4.   Επιπλέον καλύπτονται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην κοινή ρύθμιση, τα ιατρικά, φαρμακευτικά, νοσοκομειακά, χειρουργικά έξοδα, καθώς και έξοδα για τεχνητά μέλη, ακτινογραφίες, μαλάξεις, έξοδα ορθοπεδικής, νοσήλια, έξοδα μεταφοράς, όπως και όλα τα παρόμοια έξοδα που απαιτούνται λόγω του ατυχήματος. Ωστόσο, η επιστροφή εξόδων αυτού του τύπου δεν πραγματοποιείται παρά μόνο κατόπιν εξοφλήσεως και συμπληρωματικά προς τα ποσά που εισπράττει ο ενδιαφερόμενος κατ’ εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την επιστροφή των εξόδων ασθενείας που προβλέπονται στο άρθρο 18 του Καθεστώτος.

Άρθρο 9

Ασφάλεια κατά απώλειας και κλοπής

1.   Οι όροι της ασφάλισης κατά κλοπής και απώλειας προσωπικών ειδών και αντικειμένων περιλαμβάνουν:

α)

παγκόσμια κάλυψη·

β)

εγγύηση ποσού κατά μέγιστο 5 000 EUR ανά κλοπή ή απώλεια·

γ)

απαλλαγή ύψους 50 EUR που βαρύνει τον ενδιαφερόμενο βουλευτή σε περίπτωση αποζημίωσης·

δ)

ασφαλιστική κάλυψη προσωπικών ειδών και αντικειμένων·

ε)

κράτηση ποσοστού για την υποτίμηση της αξίας του είδους ή του αντικειμένου κατά την επιστροφή των εξόδων.

2.   Οι κλοπές και απώλειες που πραγματοποιούνται εκτός των χώρων του Κοινοβουλίου καλύπτονται αποκλειστικά στην περίπτωση κατά την οποία, κατά τη στιγμή της απώλειας ή της κλοπής, ο βουλευτής βρίσκεται σε μετακίνηση στο πλαίσιο ταξιδίου που χρηματοδοτείται από το Κοινοβούλιο ή από πολιτική ομάδα. Σε περίπτωση που η κλοπή σημειώνεται στους χώρους του Κοινοβουλίου, καλύπτεται μόνο υπό τον όρο ότι το κλαπέν είδος ή αντικείμενο είχε τοποθετηθεί σε ασφαλές μέρος.

3.   Η κλοπή ή απώλεια χρημάτων που συμβαίνει εκτός των χώρων του Κοινοβουλίου και η οποία δηλώνεται στην αστυνομία καλύπτεται έως το ανώτατο ποσό των 250 EUR υπό τον όρο ότι τα χρήματα που εκλάπησαν ή χάθηκαν αποτελούν τμήμα άλλων απολεσθέντων ή κλαπέντων ειδών ή προσωπικών αντικειμένων. Η κλοπή ή απώλεια χρημάτων η οποία σημειώνεται στο εσωτερικό των χώρων του Κοινοβουλίου δεν καλύπτεται.

4.   Σε περίπτωση απώλειας αποσκευών ή μεταφοράς τους σε άλλο προορισμό για περισσότερες από 12 ώρες από μεταφορέα στο πλαίσιο ταξιδίου του βουλευτή που χρηματοδοτείται από το Κοινοβούλιο ή από πολιτική ομάδα, όταν ο βουλευτής μεταβαίνει σε διαφορετικό τόπο από τον τόπο κατοικίας του, το κόστος αγοράς ή ενοικίασης προσωπικών αντικειμένων ή ειδών το οποίο επωμίζεται ο βουλευτής καλύπτεται έως το ποσό των 500 EUR.

5.   Η κλοπή ή η απώλεια προσωπικών ειδών ή αντικειμένων που σημειώνεται εκτός των χώρων του Κοινοβουλίου δηλώνεται από τον βουλευτή στις αστυνομικές αρχές. Εάν η κλοπή ή η απώλεια σημειώνεται εντός των χώρων του Κοινοβουλίου, δηλώνεται στην υπηρεσία του Κοινοβουλίου που είναι αρμόδια για την ασφάλεια.

6.   Κάθε κλοπή και απώλεια αποτελεί αντικείμενο δήλωσης που απευθύνεται εντός οκτώ ημερών στο Γενικό Γραμματέα. Το έντυπο της δήλωσης συνοδεύεται από τιμολόγιο του απολεσθέντος ή κλαπέντος αντικειμένου ή, ελλείψει αυτού, αντικειμένου που το αντικαθιστά εφόσον η αξία του υπερβαίνει τα 700 EUR.

7.   Η ασφάλιση δεν καλύπτει τις κλοπές και απώλειες που έχουν ασφαλιστεί με ιδιωτική ασφάλιση του βουλευτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Επιστροφή εξόδων

Μέρος 1

Επιστροφή εξόδων ταξιδίου

Ενότητα 1

Κοινές διατάξεις

Άρθρο 10

Δικαίωμα επιστροφής εξόδων επισήμων ταξιδίων

1.   Οι βουλευτές έχουν δικαίωμα στην επιστροφή:

α)

των εξόδων που όντως πραγματοποίησαν κατά τις μετακινήσεις προς και από τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου ή τους τόπους συνεδριάσεων ενός από τα επίσημα όργανά του, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 3 («συνήθη έξοδα ταξιδίου»)·

β)

των εξόδων που όντως πραγματοποιούν κατά τις μετακινήσεις τις οποίες πραγματοποιούν στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους εκτός του κράτους μέλους εκλογής τους, σύμφωνα με το άρθρο 22 («συμπληρωματικά έξοδα ταξιδίου»)·

γ)

των εξόδων που όντως πραγματοποίησαν κατά τις μετακινήσεις που πραγματοποίησαν στο κράτος μέλος εκλογής τους σύμφωνα με το άρθρο 23.

2.   Θεωρούνται επίσης συνήθη έξοδα ταξιδίου:

α)

στα οποία υποβάλλονται οι βουλευτές προκειμένου να φέρουν εις πέρας οποιαδήποτε συγκεκριμένη αποστολή έχει εγκριθεί από τον Πρόεδρο, το Προεδρείο ή τη Διάσκεψη των Προέδρων.

β)

τα έξοδα ταξιδίου στα οποία υποβάλλονται οι πρόεδροι επιτροπών ή υποεπιτροπών προκειμένου να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου.

3.   Ως «επίσημα όργανα του Κοινοβουλίου» νοούνται τα όργανα του Κοινοβουλίου όπως αυτά ορίζονται στον τίτλο Ι, κεφάλαιο 3, του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, καθώς και οι κοινοβουλευτικές επιτροπές, οι διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες και οι άλλες αντιπροσωπείες που συγκροτούνται βάσει του εν λόγω Κανονισμού, οι πολιτικές ομάδες και τα άλλα όργανα η συγκρότηση των οποίων εγκρίνεται από το Προεδρείο ή από τη Διάσκεψη των Προέδρων.

Άρθρο 11

Βάση της επιστροφής δαπανών

Τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται με βάση την πιστοποίηση παρουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 12 και με προσκόμιση των σχετικών ταξιδιωτικών εγγράφων, καθώς και, ενδεχομένως, άλλων δικαιολογητικών τα οποία προσδιορίζονται στο άρθρο 14.

Άρθρο 12

Πιστοποίηση παρουσίας

1.   Η παρουσία των βουλευτών πιστοποιείται από την υπογραφή που θέτουν οι ίδιοι προσωπικά στο κεντρικό μητρώο παρουσιών, το οποίο τίθεται στη διάθεση των βουλευτών προς τον σκοπό αυτό κατά τις ώρες λειτουργίας που ορίζει το Προεδρείο. Εναλλακτικά, η παρουσία των βουλευτών πιστοποιείται με την υπογραφή που θέτουν οι ίδιοι προσωπικά στο φύλλο παρουσίας που είναι διαθέσιμο άμεσα στο σχετικό ημικύκλιο ή στην αίθουσα συνεδριάσεων επίσημου οργάνου του Κοινοβουλίου. Η ηλεκτρονική πιστοποίηση της παρουσίας του βουλευτή μπορεί να χρησιμοποιείται αντί της προσωπικής υπογραφής.

2.   Κατ’ εξαίρεση, οι βουλευτές δύνανται να αποδεικνύουν την παρουσία τους με άλλα έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν αντικειμενικά ότι βρίσκονται στον τόπο της συνεδρίασης κατά τα συνήθη ωράρια συνεδρίασης. Αυτή η δυνατότητα δεν μπορεί να ασκηθεί περισσότερες από πέντε φορές ανά ημερολογιακό έτος.

3.   Οι δηλώσεις των βουλευτών ή άλλων προσώπων δεν θεωρούνται βεβαίωση παρουσίας κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ), και παράγραφος 2, η παρουσία πιστοποιείται με δήλωση των βουλευτών.

Άρθρο 13

Ταξιδιωτικά έγγραφα

1.   Η αίτηση επιστροφής των εξόδων ταξιδίου συνοδεύεται από δικαιολογητικά που επιτρέπουν να προσδιορισθεί η τιμή που καταβλήθηκε, η διαδρομή που πραγματοποιήθηκε, καθώς και η επιβατική τάξη, η ημερομηνία και η ώρα του ταξιδίου. Συγκεκριμένα πρόκειται για:

α)

σε περίπτωση αεροπορικού ταξιδίου: τα εισιτήρια που φέρουν το ονοματεπώνυμο του βουλευτή και όλες τις κάρτες επιβίβασης ή την ηλεκτρονική απόδειξη της χρήσης των εισιτηρίων αυτών·

β)

σε περίπτωση ταξιδίου με σιδηρόδρομο ή με πλοίο, το σύνολο των τίτλων μεταφοράς.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, σε περίπτωση ταξιδίου με αυτοκίνητο, οι βουλευτές παρουσιάζουν δήλωση στην οποία αναφέρεται ο αριθμός κυκλοφορίας του αυτοκινήτου που χρησιμοποιήθηκε για το ταξίδι και, για τα ταξίδια με αυτοκίνητο στο κράτος μέλος εκλογής των βουλευτών, η διανυθείσα απόσταση και τα σημεία αναχώρησης και άφιξης.

Οι βουλευτές αποδεικνύουν είτε ότι είναι ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου που χρησιμοποιήθηκε για το ταξίδι αυτό είτε επωμίζονται τα έξοδα που συνδέονται με αυτό, είτε ότι όντως επιβαρύνθηκαν με τα έξοδα που προέκυψαν από τη χρήση του για το ταξίδι αυτό. Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, τεκμαίρεται ότι οι βουλευτές επιβαρύνονται με τα έξοδα που σχετίζονται με αυτοκίνητα που ανήκουν στους/στις συζύγους τους, στους/στις μόνιμους(-ες) συντρόφους εκτός γάμου ή στα τέκνα τους.

Όταν η διάρκεια του ταξιδίου υπερβαίνει τα 480 χιλιόμετρα, η δήλωση συνοδεύεται από δικαιολογητικά που επιτρέπουν να προσδιορισθεί η διαδρομή που ακολουθήθηκε καθώς και η ημερομηνία του ταξιδίου.

Τα δικαιολογητικά έγγραφα περιλαμβάνουν τουλάχιστον μία απόδειξη σχετικά με συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, σε τόπο που βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη των 100 χιλιομέτρων από τον τόπο αναχώρησης ή άφιξης (για παράδειγμα, η απόδειξη αγοράς καυσίμων ή γεύματος, η απόδειξη είσπραξης διοδίων στον αυτοκινητόδρομο, κλπ.).

Όταν πρόκειται για μετακινήσεις μεταξύ Βρυξελλών και Στρασβούργου, πρέπει πάντοτε να υποβάλλονται δικαιολογητικά που καθιστούν δυνατό να εξακριβωθεί η ημερομηνία του ταξιδίου.

3.   Το κόστος των εισιτηρίων διαρκείας ή κάρτας που παρέχει σε κατονομαζόμενο πρόσωπο δικαίωμα μειωμένου εισιτηρίου για τα γενόμενα ταξίδια μπορεί να επιστραφεί υπό μορφή προκαταβολής. Ο οριστικός διακανονισμός της προκαταβολής αυτής πραγματοποιείται μετά τη λήξη της ισχύος του εισιτηρίου διαρκείας ή της κάρτας.

4.   Οι βουλευτές οι οποίοι αγοράζουν εισιτήρια από το ταξιδιωτικό γραφείο του Κοινοβουλίου μπορούν, υπό την αποκλειστική τους ευθύνη και με την υπογραφή απόδειξης παραλαβής, να ζητήσουν η αρμόδια υπηρεσία να επιστρέψει απευθείας τα έξοδα στο εν λόγω ταξιδιωτικό γραφείο. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου μπορεί να ανακτήσει τα δικαιολογητικά έγγραφα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 από το σύστημα κρατήσεων του εν λόγω ταξιδιωτικού γραφείου.

Άρθρο 14

Λοιπά δικαιολογητικά

Η αίτηση επιστροφής των εξόδων ταξιδίου συνοδεύεται από τα εξής συνοδευτικά έγγραφα:

α)

στις περιπτώσεις του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχείο β): πρόσκληση ή πρόγραμμα της εκδήλωσης στην οποία παρευρέθηκαν οι βουλευτές ή άλλα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν ότι το ταξίδι πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής των βουλευτών, ή, στην περίπτωση του άρθρου 22 παράγραφος 3, δήλωση του βουλευτή ότι η μετακίνηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής του·

β)

στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο γ): δήλωση των βουλευτών στην οποία αναφέρεται ο σκοπός της μετακίνησης που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής τους·

γ)

στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α): εξουσιοδότηση του Προέδρου, του Προεδρείου ή της Διάσκεψης των Προέδρων κατά περίπτωση·

δ)

στις περιπτώσεις του άρθρου 10 παράγραφος 2 στοιχείο β): πρόσκληση του Συμβουλίου.

Άρθρο 15

Αποδιδόμενα ποσά

1.   Τα έξοδα ταξιδίου αποδίδονται με βάση τα όντως πραγματοποιηθέντα έξοδα και με ανώτατο όριο:

α)

σε περίπτωση αεροπορικού ταξιδίου: τιμή εισιτηρίου κατηγορίας business με ανώτατο ισοδύναμο την τιμή εισιτηρίου κατηγορίας «D»·

β)

σε περίπτωση ταξιδίου με σιδηρόδρομο ή με πλοίο, τιμή εισιτηρίου πρώτης θέσης.

2.   Σε περίπτωση μετακίνησης με ιδιωτικό αυτοκίνητο, τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται βάσει των πραγματικών εξόδων και σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)

για ένα μόνο ταξίδι μετάβασης ή επιστροφής, έως 720 χλμ. κατ’ ανώτατο όριο·

β)

για όλα τα ταξίδια με αυτοκίνητο εντός του κράτους μέλους εκλογής, έως το ετήσιο ανώτατο όριο που ορίζεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

γ)

για όλα τα ταξίδια με αυτοκίνητο που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία α) και (γ) και με το άρθρο 10 παράγραφος 2, έως 60 000 χλμ. κατ’ ανώτατο όριο ανά ημερολογιακό έτος·

δ)

έως ότου συμπληρωθούν τα ανώτατα όρια επιστροφής που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας παραγράφου, το ανώτατο όριο επιστροφής ανέρχεται σε 0,58 EUR ανά χλμ.·

ε)

όταν, για την ολοκλήρωση ενός ταξιδιού με αυτοκίνητο, είναι αναγκαία η διέλευση υδάτινης έκτασης, είναι επιστρεπτέα τα έξοδα του οχηματαγωγού ή άλλου μεταφορικού μέσου που χρησιμοποιήθηκε.

Υποενότητα 2

Διατάξεις που ισχύουν για τα συνήθη έξοδα ταξιδίου

Άρθρο 16

Επιστροφή εξόδων και ημέρες ταξιδίου

1.   Προκειμένου να είναι επιλέξιμες για επιστροφή εξόδων, οι μετακινήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί με σκοπό επίσημες δραστηριότητες οι οποίες διεξάγονται κατά τις ημέρες που προσδιορίζονται προς τούτο στο ημερολόγιο εργασιών του Κοινοβουλίου.

Οι βουλευτές μπορούν επίσης να πραγματοποιούν τα ταξίδια που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) κατά τις εβδομάδες που προορίζονται για εξωτερικές κοινοβουλευτικές δραστηριότητες.

2.   Οι μετακινήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2, πραγματοποιούνται αποκλειστικά κατά τις ημέρες που έχει καθορίσει το όργανο που είναι εντεταλμένο να εξουσιοδοτεί τη μετακίνηση.

Άρθρο 17

Διαδρομές

1.   Η επιστροφή των εξόδων ταξιδίου προς ή από έναν τόπο εργασίας του Κοινοβουλίου ή τόπο συνεδρίασης υπολογίζεται με βάση την πλέον άμεση διαδρομή μεταξύ του σημείου αναχώρησης ή άφιξης των βουλευτών και του τόπου εργασίας ή συνεδρίασης.

2.   Ως «τόπος κατοικίας» νοείται ο συνήθης τόπος διαμονής των βουλευτών, που βρίσκεται σε ενωσιακό έδαφος, όπου αυτοί κατοικούν όντως σε σταθερή βάση, όταν δεν απουσιάζουν για την άσκηση των κοινοβουλευτικών τους υποχρεώσεων. Ο τόπος κατοικίας δηλώνεται από τους βουλευτές στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου.

3.   Η πιο άμεση διαδρομή καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη:

α)

για τα αεροπορικά ταξίδια, τον αερολιμένα που είναι πλησιέστερος στο σημείο αναχώρησης των βουλευτών, ο οποίος είναι σε θέση να εκδώσει αεροπορικό εισιτήριο της τιμής που μνημονεύεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1, καθώς και την απόσταση μεταξύ του εν λόγω αερολιμένα και του προορισμού·

β)

για τα σιδηροδρομικά ταξίδια, τον σιδηροδρομικό σταθμό που είναι πλησιέστερος στο σημείο αναχώρησης των βουλευτών, καθώς και την απόσταση μεταξύ αυτού του σταθμού και του προορισμού·

γ)

για τα ταξίδια με αυτοκίνητο ή πλοίο, την απόσταση μεταξύ του σημείου αναχώρησης των βουλευτών και του προορισμού.

4.   Όταν οι βουλευτές αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους ή αλλάζουν τον τόπο κατοικίας τους, ενημερώνονται για το αεροδρόμιο, τον σταθμό και τις πιο άμεσες, ήτοι τις συντομότερες, διαδρομές που θα χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της εφαρμογής των παρουσών διατάξεων.

5.   Οιαδήποτε στιγμή, οι βουλευτές δύνανται να προτείνουν εγγράφως στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου, επισημαίνοντας τους λόγους, άλλη διαδρομή που να προσφέρει αισθητό όφελος από πλευράς χρόνου ή αισθητή αύξηση ανέσεων, χωρίς το κόστος της μετακίνησης να αυξάνεται περισσότερο από 20 %. Εάν γίνει δεκτή αυτή η διαδρομή, αντικαθιστά την πιο άμεση διαδρομή, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 3.

Εάν η διαδρομή δεν γίνει δεκτή ή όταν η προτεινόμενη από τους βουλευτές διαδρομή οδηγεί σε αύξηση του κόστους της μετακίνησης περισσότερο από 20 %, το θέμα παραπέμπεται στον Γενικό Γραμματέα, ο οποίος μπορεί να ζητήσει τη γνώμη των Κοσμητόρων πριν λάβει την απόφασή του.

6.   Για την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου ενός βουλευτή προς ή από έναν από τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου ή προς ή από επίσημο τόπο συνεδρίασης στο πλαίσιο του παρόντος υποτμήματος, κάθε διακοπή του ταξιδίου δεν υπερβαίνει τη μία διανυκτέρευση. Αν η διακοπή υπερβαίνει τη μία διανυκτέρευση, τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται από τον τελευταίο τόπο αναχώρησης.

Όταν η διακοπή αυτή πραγματοποιείται στις Βρυξέλλες ή στο Στρασβούργο, τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται από τους εν λόγω τόπους, εάν η διακοπή υπερβαίνει τις τρεις διανυκτερεύσεις.

7.   Εάν το σημείο αναχώρησης ή άφιξης δεν αντιστοιχεί στον τόπο κατοικίας των βουλευτών και βρίσκεται είτε εκτός του κράτους μέλους στο οποίο εξελέγησαν είτε σε εξόχως απόκεντρη περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα έξοδα ταξιδίου που αναφέρονται στο άρθρο 15 επιστρέφονται με βάση την πλέον άμεση διαδρομή μεταξύ του σημείου αναχώρησης και άφιξης, μέχρι το ύψος των εξόδων ταξιδίου στα οποία θα υποβάλλονταν οι βουλευτές εάν είχαν πραγματοποιήσει το ταξίδι αυτό προς ή από τον τόπο κατοικίας τους χρησιμοποιώντας την πιο άμεση(ήτοι τη συντομότερη) διαδρομή.

Η επιστροφή εξόδων δυνάμει της παρούσας παραγράφου ισχύει μόνο για ταξίδια εντός της Ένωσης.

8.   Σε περίπτωση ταξιδίου που πραγματοποιείται μεταξύ δύο τόπων εργασίας, μεταξύ δύο τόπων συνεδρίασης ή μεταξύ ενός τόπου εργασίας και ενός τόπου συνεδρίασης, οι παράγραφοι 3 και 7 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.

9.   Οι τιμές που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των παρόντων Μέτρων Εφαρμογής αναπροσαρμόζονται περιοδικά τουλάχιστον δύο φορές ανά έτος.

Άρθρο 18

Όροι Εφαρμογής

1.   Οι βουλευτές δικαιούνται την επιστροφή των εξόδων ενός μόνο ταξιδίου μετ’ επιστροφής («κύρια μετακίνηση») ανά εβδομάδα εργασίας του Κοινοβουλίου μεταξύ του τόπου κατοικίας τους ή άλλου σημείου αναχώρησης στο κράτος μέλος εκλογής τους, με την εξαίρεση των εξόχως απόκεντρων περιοχών, και ενός τόπου εργασίας του Κοινοβουλίου ή συνεδρίασης.

2.   Εκτός των εβδομάδων που έχουν προβλεφθεί στο επίσημο χρονοδιάγραμμα εργασιών του Κοινοβουλίου για δραστηριότητες εκτός των τόπων εργασίας του, οι βουλευτές δικαιούνται επίσης την επιστροφή των εξόδων ενός ταξιδίου μετ’ επιστροφής («ενδιάμεση μετακίνηση») που πραγματοποιείται στο μέσο εβδομάδας εργασίας του Κοινοβουλίου μεταξύ ενός από τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου ή ενός τόπου συνεδρίασης και του τόπου κατοικίας τους ή άλλου τόπου στο κράτος μέλος εκλογής τους.

3.   Το δικαίωμα επιστροφής των εξόδων της ενδιάμεσης μετακίνησης είναι ανεξάρτητο από το δικαίωμα επιστροφής των εξόδων για τα ταξίδια που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό του κράτους μέλους εκλογής και προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

4.   Δεν στοιχειοθετείται επιστροφή εξόδων στους βουλευτές για τις διαδρομές που πραγματοποιούνται με μέσο που θέτει στη διάθεσή τους το Κοινοβούλιο.

5.   Οι βουλευτές οι οποίοι δεν μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους υπηρεσιακό αυτοκίνητο δικαιούνται, με παρουσίαση δικαιολογητικών, την επιστροφή των εξόδων ταξί για τις διαδρομές που πραγματοποίησαν μεταξύ του αεροδρομίου ή του σταθμού άφιξης ή αναχώρησης και του τόπου εργασίας ή συνεδριάσεως του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με την απόφαση του Προεδρείου της 30ής Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τους κανόνες που διέπουν τη μεταφορά των βουλευτών στους τόπους εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Άρθρο 19

Δικαίωμα στις αποζημιώσεις απόστασης και διάρκειας

1.   Για τα ταξίδια εντός της Ένωσης, οι βουλευτές έχουν δικαίωμα σε αποζημιώσεις απόστασης και διάρκειας οι οποίες προορίζονται να καλύψουν όλα τα έξοδα που συνδέονται με το ταξίδι τους. Το δικαίωμα αυτό ισχύει αποκλειστικά για την κύρια μετακίνηση κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1.

2.   Δεν υφίσταται κανένα δικαίωμα σε αποζημιώσεις απόστασης και διάρκειας στην περίπτωση των ταξιδιών κατά το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) ή στις περιπτώσεις του άρθρου 18 παράγραφος 4. Η διακοπή ταξιδίου όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 6 ή η διακοπή οιουδήποτε άλλου τύπου δεν παρέχει πρόσθετο δικαίωμα για αποζημίωση διάρκειας ή απόστασης.

3.   Για μετακινήσεις μεταξύ του τόπου διαμονής των βουλευτών και των τόπων εργασίας του Κοινοβουλίου, τα ανώτατα όρια των αποζημιώσεων απόστασης και διάρκειας καθορίζονται στην αρχή της θητείας των βουλευτών και για τη διάρκειά της και αναθεωρούνται μόνον σε περίπτωση αλλαγής του τόπου κατοικίας.

Εφόσον το σημείο αναχώρησης ή άφιξης δεν αντιστοιχεί στον τόπο κατοικίας, τα ανώτατα όρια των αποζημιώσεων απόστασης και διάρκειας καθορίζονται για κάθε επιμέρους μετακίνηση με ανώτατο όριο τις αποζημιώσεις που θα είχαν λάβει οι βουλευτές εάν είχαν πραγματοποιήσει το ταξίδι αυτό προς ή από τον τόπο κατοικίας τους.

4.   Για τις μετακινήσεις προς και από άλλους τόπους συνεδριάσεων κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) και παράγραφος 2, τα ανώτατα όρια των αποζημιώσεων απόστασης και διάρκειας καθορίζονται για κάθε επιμέρους μετακίνηση, με ανώτατο όριο τις αποζημιώσεις που θα είχαν λάβει οι βουλευτές εάν είχαν πραγματοποιήσει το ταξίδι αυτό προς ή από τον τόπο κατοικίας τους.

5.   Οι βουλευτές μπορούν να επιλέξουν να λάβουν το σύνολο ή μέρος του ποσού των αποζημιώσεων απόστασης και διάρκειας.

6.   Οι βουλευτές καλούνται να χρησιμοποιούν τα πρόσθετα μίλια, τις μονάδες ή τις άλλες παροχές καλού πελάτη που συλλέγουν στο πλαίσιο ταξιδιού που χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου για μελλοντικά ταξίδια που πραγματοποιούν κατά την άσκηση της εντολής τους.

Άρθρο 20

Ύψος της αποζημίωσης απόστασης

1.   Τα ανώτατα όρια για την αποζημίωση απόστασης προσδιορίζονται ως εξής:

α)

για το τμήμα της διαδρομής έως τα 50 χλμ.: 25,91 EUR·

β)

για το τμήμα της διαδρομής μεταξύ 51 και 250 χλμ.: 0,145 EUR το χλμ.·

γ)

για το τμήμα της διαδρομής μεταξύ 251 και 1 000 χλμ.: 0,07 EUR το χλμ.· και

δ)

για το τμήμα άνω των 1 000 χλμ.: 0,03 EUR το χλμ.

2.   Τα ποσά υπολογίζονται με βάση τη συντομότερη διαδρομή από το κέντρο της πόλης του τόπου κατοικίας των βουλευτών προς την υποδομή άφιξης του τόπου συνεδρίασης και αντιστρόφως. Σε περίπτωση ταξιδίου με αυτοκίνητο, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόστασης εφαρμόζεται το ανώτατο όριο επιστροφής εξόδων για ένα μόνο ταξίδι μετάβασης ή επιστροφής όπως ορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2.

Εάν η βάση υπολογισμού για σιδηροδρομική διαδρομή είναι άγνωστη ή δύσκολα εξακριβώσιμη, χρησιμοποιείται η βάση υπολογισμού της μετακίνησης με ιδιωτικό αυτοκίνητο.

Άρθρο 21

Ύψος της αποζημίωσης διάρκειας

1.   Η αποζημίωση διάρκειας υπολογίζεται ως εξής:

α)

για ταξίδι συνολικής διάρκειας 2 έως 4 ωρών: ποσό ισοδύναμο με το ένα όγδοο της αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 24·

β)

για ταξίδι συνολικής διάρκειας 4 έως 6 ωρών: ποσό ισοδύναμο με το ένα τέταρτο της αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 24·

γ)

για ταξίδι συνολικής διάρκειας άνω των 6 ωρών που δεν περιλαμβάνει διανυκτέρευση: ποσό ισοδύναμο με το ήμισυ της αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 24· και

δ)

για ταξίδι συνολικής διάρκειας άνω των έξι ωρών το οποίο, για δεόντως τεκμηριωμένους λόγους, περιλαμβάνει διανυκτέρευση: ποσό ισοδύναμο με την πλήρη αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 24, κατόπιν προσκόμισης δικαιολογητικών.

2.   Η συνολική διάρκεια ενός ταξιδίου υπολογίζεται ως εξής:

α)

για αεροπορικά και σιδηροδρομικά ταξίδια ή με πλοίο:

διάρκεια της διαδρομής μεταξύ του τόπου κατοικίας των βουλευτών και του αεροδρομίου ή του σταθμού, που πραγματοποιείται με ταχύτητα 60 km/h·

διάρκεια της διαδρομής με αεροπλάνο, σιδηρόδρομο ή πλοίο σύμφωνα με το ωράριο·

ώρα για την επιβίβαση ή την αναχώρηση του τρένου ή του πλοίου, 30 λεπτά για την αποβίβαση ή την άφιξη· και

30 λεπτά για τη μεταφορά μεταξύ του αεροδρομίου ή του σταθμού και του Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο και το Στρασβούργο (Entzheim).

Το Προεδρείο προσδιορίζει τη διάρκεια της διαδρομής για τα ταξίδια στο Στρασβούργο μέσω άλλων αεροδρομίων, συναρτήσει της διαθεσιμότητας μέσων μεταφοράς (8)·

β)

για τα ταξίδια με αυτοκίνητο: διάρκεια της διαδρομής μεταξύ του τόπου κατοικίας και του τόπου εργασίας ή συνεδρίασης, που πραγματοποιείται με ταχύτητα 80 km/h και με ανώτατο όριο τις 9 ώρες ανά ταξίδι μετάβασης ή επιστροφής.

Υποενότητα 3

Διατάξεις σχετικές με τα συμπληρωματικά ταξίδια και τα ταξίδια εντός του κράτους μέλους εκλογής

Άρθρο 22

Συμπληρωματικά έξοδα ταξιδίου

1.   Το μέγιστο ετήσιο ποσό επιστροφής των εξόδων ταξιδίου τα οποία πραγματοποιούνται στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β) ορίζεται σε 5 500 EUR.

2.   Υπό την επιφύλαξη του ανώτατου ετήσιου ποσού που ορίζεται στην παράγραφο 1, οι βουλευτές δικαιούνται επίσης να ζητήσουν, με προσκόμιση της πρωτότυπης απόδειξης ή τιμολογίου, την επιστροφή των εξόδων ταξί, των εξόδων μίσθωσης αυτοκινήτου, των εξόδων ξενοδοχείου και άλλων συναφών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου της άσκησης των επίσημων δραστηριοτήτων τους. Το εν λόγω δικαίωμα καλύπτει επίσης μία ημέρα πριν από την έναρξη και μία ημέρα μετά τη λήξη της περιόδου των επίσημων δραστηριοτήτων.

3.   Όταν οι βουλευτές ταξιδεύουν προς έναν από τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου σε εβδομάδα κατά τη διάρκεια της οποίας το Κοινοβούλιο δεν έχει επίσημες δραστηριότητες, η επιστροφή των συμπληρωματικών εξόδων ταξιδίου περιορίζεται στα έξοδα μετακίνησης, συμπεριλαμβανομένων των κομίστρων ταξί εντός των ορίων που καθορίζονται από την απόφαση του Προεδρείου της 30ής Νοεμβρίου 2011 όσον αφορά τη ρύθμιση σχετικά με τη μεταφορά των βουλευτών στους τόπους εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και στα έξοδα ξενοδοχείου.

4.   Οι αιτήσεις επιστροφής των δαπανών που έχουν λάβει χώρα στο πλαίσιο μετακινήσεων για τη συμμετοχή σε εκδήλωση κατόπιν προσκλήσεως εκ μέρους βουλευτή ή πολιτικής ομάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνοδεύονται επίσης από άλλα δικαιολογητικά, που αποδεικνύουν ότι η μετακίνηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής των βουλευτών.

5.   Οι βουλευτές δύνανται να συνδυάζουν τις συνήθεις μετακινήσεις με συμπληρωματικές μετακινήσεις.

Τα μέρη της συνδυασμένης μετακίνησης που αφορούν τα ταξίδια μετάβασης και επιστροφής επιστρέφονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α), μέχρι το ύψος των εξόδων στα οποία θα είχαν υποβληθεί οι βουλευτές εάν είχαν πραγματοποιήσει τη μετακίνηση προς ή από τον τόπο κατοικίας τους χρησιμοποιώντας την πλέον άμεση, ήτοι τη συντομότερη, διαδρομή. Κάθε πρόσθετο έξοδο που πραγματοποιείται χρεώνεται στην αποζημίωση των βουλευτών για συμπληρωματικά ταξίδια σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

6.   Οι βουλευτές δύνανται να συνδυάσουν ένα συμπληρωματικό ταξίδι με δευτερεύουσες μη επίσημες δραστηριότητες, χωρίς να αυξάνονται, από το γεγονός αυτό, τα επιστρεφόμενα έξοδα ταξιδίου και παραμονής.

7.   Οι δραστηριότητες που αποτελούν αντικείμενο συμπληρωματικού ταξιδίου δεν μπορούν να τύχουν άλλης μορφής δημόσιας ή ιδιωτικής επιστροφής των πραγματοποιηθέντων εξόδων.

8.   Το μέγιστο ετήσιο ποσό επιστροφής των εξόδων ταξιδίου που όντως πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των επίσημων ταξιδιών τα οποία πραγματοποιούν οι πρόεδροι επιτροπών ή υποεπιτροπών για να συμμετάσχουν σε διάσκεψη ή εκδήλωση η οποία αφορά θέμα ευρωπαϊκού χαρακτήρα που συνδέεται με τις αρμοδιότητες της επιτροπής ή υποεπιτροπής τους και η οποία έχει κοινοβουλευτική διάσταση, ορίζεται σε 4 886 EUR. Για τη συμμετοχή απαιτείται η προηγούμενη εξουσιοδότηση του Προέδρου του Κοινοβουλίου, ύστερα από επαλήθευση των διαθέσιμων κεφαλαίων εντός του ορίου του προαναφερθέντος μέγιστου ποσού.

Ένας πρόεδρος επιτροπής ή υποεπιτροπής δύναται να εξουσιοδοτήσει γραπτώς έναν από τους αντιπροέδρους του ή, εάν αυτό είναι αδύνατο, ένα μέλος της επιτροπής ή της υποεπιτροπής του, να τον αναπληρώσει στην εν λόγω διάσκεψη ή εκδήλωση.

Τα εν λόγω έξοδα υπόκεινται στις ίδιες προϋποθέσεις επιστροφής εξόδων που ισχύουν για τα συμπληρωματικά έξοδα μετακίνησης.

Άρθρο 23

Έξοδα ταξιδίου στο κράτος μέλος εκλογής

1.   Η επιστροφή των εξόδων ταξιδίου στο εσωτερικό του κράτους μέλους εκλογής των βουλευτών που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο γ) δεν δύναται να υπερβαίνει, ανά ημερολογιακό έτος:

α)

24 ταξίδια (μετ’ επιστροφής) για τις αεροπορικές και σιδηροδρομικές μετακινήσεις ή τις μετακινήσεις με πλοίο·

δεν μπορούν να επιστρέφονται στους βουλευτές τα έξοδα για περισσότερα από δύο ταξίδια προς τις εξόχως απόκεντρες περιοχές που αποτελούν μέρος του κράτους μέλους εκλογής τους, εκτός εάν έχουν εκεί τον τόπο κατοικίας τους, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2·

δεν μπορούν να επιστρέφονται στους βουλευτές τα έξοδα για περισσότερα από δύο ταξίδια προς τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη που συνδέονται με την Ένωση και έχουν ιδιαίτερες σχέσεις με το κράτος μέλος εκλογής τους·

β)

για τα ταξίδια με αυτοκίνητο, απόσταση η οποία να φθάνει συνολικά μέχρι:

26 000 χλμ, για τους βουλευτές που εκλέγονται στη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία·

20 000 χλμ. για τους βουλευτές που εκλέγονται στη Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την Πορτογαλία και τη Σλοβακία·

14 000 χλμ. για τους βουλευτές που εκλέγονται στο Βέλγιο, τη Δανία, την Εσθονία, την Κροατία, την Κύπρο, τη Λετονία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, τις Κάτω Χώρες και τη Σλοβενία.

2.   Κατόπιν γραπτής αιτήσεως, ο βουλευτής που έχει εξαντλήσει την αποζημίωση ταξιδίου για τις αεροπορικές και σιδηροδρομικές μετακινήσεις ή τις μετακινήσεις με πλοίο, κατά την παράγραφο 1 στοιχείο α), μπορεί να μετατρέψει την αποζημίωση ταξιδίου με αυτοκίνητο, κατά την παράγραφο 1 στοιχείο β), σε αποζημίωση για αεροπορικά ή σιδηροδρομικά ταξίδια ή ταξίδια με πλοίο κατά τρόπο ώστε σε ένα απλό αεροπορικό ή σιδηροδρομικό ταξίδι ή ταξίδι με πλοίο να αναλογεί το 2 % του ανωτάτου αριθμού χιλιομέτρων που προβλέπονται για το κράτος μέλος εκλογής του οικείου βουλευτή.

3.   Τα τέλη στάθμευσης και τα έξοδα μετακίνησης εντός αστικής περιοχής με τη χρήση δημόσιων μέσων μεταφοράς (συμπεριλαμβανομένων των ταξί) επιστρέφονται με βάση τα συνήθη δικαιολογητικά για το χρησιμοποιούμενο συγκοινωνιακό μέσο. Το επιστρεφόμενο ποσό για ταξί διαιρείται διά του ανά χιλιόμετρο ποσού που καταβάλλεται για μετακινήσεις με ιδιωτικό αυτοκίνητο, και το αποτέλεσμα αφαιρείται από τον αριθμό των χιλιομέτρων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

4.   Εφόσον βουλευτής του οποίου ο τόπος κατοικίας, κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 2, βρίσκεται σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο έχει εκλεγεί, ταξιδεύει στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής του μεταξύ του τόπου αυτού κατοικίας και του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκλεγεί, η εν λόγω μετακίνηση θεωρείται μετακίνηση εντός του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκλεγεί για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου.

Τμήμα 2

Επιστροφή των εξόδων παραμονής

Άρθρο 24

Αποζημίωση παραμονής

1.   Οι βουλευτές έχουν δικαίωμα σε αποζημίωση παραμονής για κάθε μέρα παρουσίας:

α)

σε τόπο εργασίας ή συνεδρίασης, όταν η παρουσία τους πιστοποιείται δεόντως σύμφωνα με το άρθρο 12 και με εξαίρεση τις παρουσίες που συνδέονται με ταξίδια καλυπτόμενα από τις διατάξεις που διέπουν την επιστροφή εξόδων για συμπληρωματικά ταξίδια και ταξίδια στο κράτος μέλος εκλογής·

β)

σε συνεδρίαση επιτροπής ή άλλου οργάνου εθνικού κοινοβουλίου, που διοργανώνεται εκτός του τόπου κατοικίας των βουλευτών, κατόπιν παρουσίασης επίσημης πρόσκλησης καθώς και των επίσημων πρακτικών της συνεδρίασης στην οποία παρέστησαν οι βουλευτές, όπου θα αναφέρεται η παρουσία των βουλευτών και η διάρκεια της συνεδρίασης.

Κατά τις εβδομάδες που είναι αφιερωμένες στις εξωτερικές κοινοβουλευτικές δραστηριότητες, οι βουλευτές δικαιούνται να εισπράξουν αποζημίωση παραμονής για τρεις ημέρες κατ’ ανώτατο όριο, εκτός εάν είναι καταβλητέα αποζημίωση σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου και εμπίπτουν στις ειδικές περιστάσεις που αποφάσισε το Προεδρείο στις 19 Οκτωβρίου 2009.

2.   Εάν η παρουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 λαμβάνει χώρα σε έδαφος της Ένωσης, οι βουλευτές εισπράττουν πάγια αποζημίωση που ορίζεται σε 350 EUR.

3.   Όταν η παρουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 λαμβάνει χώρα εκτός εδάφους της Ένωσης, οι βουλευτές λαμβάνουν:

α)

πάγια αποζημίωση ίση με το ήμισυ του ποσού που προβλέπεται στην παράγραφο 2 για την περίοδο που περιλαμβάνεται μεταξύ της ώρας αναχωρήσεως του τελευταίου αεροσκάφους που επιτρέπει την έγκαιρη άφιξη πριν από την έναρξη της συνεδρίασης και της ώρας άφιξης του πρώτου αεροσκάφους σε εύλογη ώρα μετά το τέλος της συνεδρίασης ή, ενδεχομένως, μεταξύ των ωρών αναχώρησης και άφιξης των ειδικών αεροσκαφών που έχουν ναυλωθεί από το Κοινοβούλιο· για τους σκοπούς του εν λόγω υπολογισμού, το κλάσμα ημέρας που είναι ανώτερο από 12 ώρες θεωρείται ολόκληρη ημέρα και το κλάσμα ημέρας που είναι ανώτερο από 6 ώρες αλλά κατώτερο από 12 ώρες υπολογίζεται ως μισή ημέρα·

β)

με παρουσίαση του πρωτότυπου τιμολογίου, επιστροφή των εξόδων παραμονής, στα οποία υποβλήθηκαν ευλόγως οι βουλευτές στον τόπο συνεδρίασης·

γ)

με την προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών, επιστροφή των εξόδων θεώρησης και άλλων συναφών δαπανών·

δ)

σε περίπτωση δεόντως αιτιολογημένων εξαιρετικών περιστάσεων, επιστροφή των εξόδων παραμονής στα οποία υπεβλήθησαν ευλόγως οι βουλευτές κατά τη διαδρομή.

4.   Σε περίπτωση κύριων μετακινήσεων που πραγματοποιούνται την ίδια ημέρα, η αποζημίωση παραμονής μειώνεται στο ήμισυ εάν η διάρκεια παραμονής του βουλευτή στον τόπο εργασίας είναι μικρότερη από έξι ώρες.

Ενότητα 3

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 25

Συνδρομή προς τους βουλευτές κατά τα ταξίδια που χρηματοδοτούνται από το Κοινοβούλιο ή από πολιτική ομάδα

1.   Εάν, κατά τη διάρκεια ταξιδίου που χρηματοδοτείται από το Κοινοβούλιο ή από πολιτική ομάδα, ο βουλευτής ασθενήσει σοβαρά, πέσει θύμα ατυχήματος ή απρόβλεπτων γεγονότων που εμποδίζουν την κανονική διεξαγωγή του ταξιδίου, δικαιούται τη συνδρομή του Κοινοβουλίου. Η συνδρομή αυτή περιλαμβάνει την οργάνωση του επαναπατρισμού και την ανάληψη ευθύνης της πληρωμής των σχετικών εξόδων. Ο βουλευτής, ή, ενδεχομένως, ο εκπρόσωπός του, μπορεί να ζητήσει επαναπατρισμό σε έναν από τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου ή στον τόπο κατοικίας του.

2.   Σε περίπτωση θανάτου του βουλευτή κατά τη διάρκεια ταξιδίου που χρηματοδοτείται από το Κοινοβούλιο ή από πολιτική ομάδα, επιστρέφονται επίσης τα απαραίτητα έξοδα για τη μεταφορά της σορού στον τόπο κατοικίας του θανόντος.

3.   Το Κοινοβούλιο εκπληρώνει τις υποχρεώσεις συνδρομής του μέσω ασφαλιστικής σύμβασης. Τα δικαιώματα των βουλευτών τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ασκούνται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην ασφαλιστική σύμβαση.

4.   Η ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει, μεταξύ άλλων, το κόστος παροχής της ακόλουθης συνδρομής:

συνδρομή σε περίπτωση σοβαρής ασθένειας, ατυχήματος και θανάτου βουλευτή,

συνδρομή και εσπευσμένη επιστροφή σε περίπτωση φυσικής καταστροφής, σοβαρής διατάραξης της δημόσιας τάξης ή σοβαρής ασθένειας, ατυχήματος ή θανάτου μέλους της οικογένειας του βουλευτή,

υλικοτεχνική και διοικητική συνδρομή σε περίπτωση απώλειας ή κλοπής εγγράφων,

συνδρομή σε περίπτωση δικαστικής δίωξης κατά του βουλευτή,

πρόσθετη ασφάλιση ζωής και αναπηρίας (υπόλοιπη οφειλή).

Άρθρο 26

Βοήθεια σε βουλευτές με αναπηρία

Με έγκριση των Κοσμητόρων, ύστερα από πρόταση του Γενικού Γραμματέα και γνωμοδότηση της ιατρικής υπηρεσίας του Κοινοβουλίου, το Κοινοβούλιο μπορεί να αναλάβει ορισμένες αναγκαίες δαπάνες για την παροχή βοήθειας σε βουλευτές με σοβαρή αναπηρία προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Το ποσοστό αναπηρίας, καθώς και η αναγκαιότητα και βασιμότητα της βοήθειας που προτείνεται για να είναι σε θέση ο βουλευτής να ασκήσει τα καθήκοντά του, υπόκεινται σε περιοδική ανάλυση και επιβεβαίωση εκ μέρους της ιατρικής υπηρεσίας του Κοινοβουλίου. Η έγκριση των Κοσμητόρων διευκρινίζει τις μορφές της βοήθειας και τη διάρκεια ισχύος της έγκρισης.

Άρθρο 27

Απουσίες

Η αποζημίωση παραμονής που προβλέπεται στο άρθρο 24 μειώνεται κατά 50 % για κάθε μία από τις ημέρες κατά την οποία οι βουλευτές απουσίασαν σε περισσότερες από τις μισές ψηφοφορίες με ονομαστική κλήση που πραγματοποιούνται οποιαδήποτε ημέρα μιας περιόδου συνόδου, με εξαίρεση τις ψηφοφορίες με ονομαστική κλήση που αφορούν την έγκριση της ημερήσιας διάταξης του Κοινοβουλίου. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εάν το ήμισυ του συνολικού αριθμού των ψηφοφοριών με ονομαστική κλήση δεν είναι ακέραιος, στρογγυλοποιείται στον επόμενο ακέραιο αριθμό.

Άρθρο 28

Εφαρμογή των μέτρων που εγκρίνονται σύμφωνα με τον Κανονισμό

1.   Οι βουλευτές οι οποίοι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 175 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, τιμωρούνται με αποκλεισμό από τη σύνοδο, χάνουν το δικαίωμα στην αποζημίωση παραμονής που προβλέπεται στο άρθρο 24 των παρόντων μέτρων εφαρμογής για τη διάρκεια του αποκλεισμού τους.

2.   Οι βουλευτές χάνουν το δικαίωμα στην αποζημίωση παραμονής που προβλέπεται στο άρθρο 24 των παρόντων μέτρων εφαρμογής, εφόσον το αποφασίσει ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 176 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Επικουρία από προσωπικούς συνεργάτες

Άρθρο 29

Ανάληψη των εξόδων βουλευτικής επικουρίας

1.   Οι βουλευτές δικαιούνται να επικουρούνται από προσωπικούς συνεργάτες τους οποίους επιλέγουν ελεύθερα. Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει τα πραγματικά έξοδα που προκύπτουν εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά από την πρόσληψη ενός ή περισσοτέρων βοηθών ή τη χρήση παρόχων υπηρεσιών συμφώνως προς τα παρόντα μέτρα εφαρμογής και υπό τις προϋποθέσεις που έχει ορίσει το Προεδρείο.

2.   Μπορούν να αναληφθούν μόνο τα έξοδα που αντιστοιχούν στην επικουρία που είναι αναγκαία και άμεσα συνδεδεμένη με την άσκηση της βουλευτικής εντολής των βουλευτών. Δεν αναλαμβάνονται σε καμία περίπτωση τα έξοδα που συνδέονται με την ιδιωτική ζωή των βουλευτών.

3.   Αναλαμβάνονται τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια της βουλευτικής εντολής. Τα έξοδα μπορούν να αναληφθούν μόνον εάν δεν έχουν πραγματοποιηθεί νωρίτερα από:

α)

όταν απαιτείται η υποβολή της σύμβασης ή η τροποποίηση από την οποία προέρχονται τα έξοδα, τριάντα ημέρες πριν από την αίτηση καταχώρισης νέων συμβάσεων ή τροποποιήσεων σύμβασης, ή

β)

σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ενενήντα ημέρες πριν από την υποβολή της αίτησης ανάληψης εξόδων σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

4.   Το μέγιστο μηνιαίο ποσό των εξόδων που αναλαμβάνονται για όλους τους προσωπικούς συνεργάτες που αναφέρονται στο άρθρο 30 ορίζεται σε 28 696 EUR με ισχύ από 1ης Ιουλίου 2023.

5.   Εάν η βουλευτική εντολή δεν αρχίζει την πρώτη ημέρα του μηνός ή δεν λήγει την τελευταία ημέρα του μηνός, η ανάληψη εξόδων κοινοβουλευτικής επικουρίας για το συγκεκριμένο μήνα υπολογίζεται κατ’ αναλογία.

6.   Κάθε αχρησιμοποίητο υπόλοιπο του προβλεπόμενου στην παράγραφο 4 μηνιαίου ποσού που έχει σωρευθεί στο τέλος του οικονομικού έτους μεταφέρεται στο επόμενο οικονομικό έτος, μέχρι, κατ’ ανώτατο όριο, το μηνιαίο ποσό που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο.

Άρθρο 30

Γενικές αρχές

1.   Οι βουλευτές μπορούν να χρησιμοποιούν:

α)

«διαπιστευμένους βοηθούς βουλευτών»: φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 5α του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία κατοικούν στον τόπο υπηρεσίας τους σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, προκειμένου να παρέχουν άμεση συνδρομή στους βουλευτές στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε έναν από τους τρεις τόπους εργασίας του, και

β)

«τοπικούς βοηθούς»: φυσικά πρόσωπα που τους επικουρούν στο κράτος μέλος της εκλογής τους και τα οποία έχουν συνάψει με αυτούς σύμβαση εργασίας ή παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και υπό τους όρους που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο.

2.   Δύο ή περισσότεροι βουλευτές μπορούν να συγκροτήσουν ομάδα προκειμένου να προσλάβουν ή να χρησιμοποιήσουν από κοινού τις υπηρεσίες ενός ή περισσοτέρων βοηθών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, ή ενός ή περισσοτέρων ασκουμένων, υπό την προϋπόθεση ότι το πράττουν εγγράφως και με τη χρήση της τυποποιημένης συμφωνίας που έχει εγκριθεί από τον αρμόδιο διατάκτη. Στην περίπτωση αυτή, οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές ορίζουν μεταξύ τους έναν ή περισσότερους βουλευτές εξουσιοδοτημένους να υπογράφουν σύμβαση ή να υποβάλλουν αίτηση πρόσληψης για λογαριασμό της ομάδας βουλευτών. Το όνομα που δίδεται στην ομάδα βουλευτών δεν περιέχει καμία αναφορά σε πολιτικό κόμμα, ίδρυμα ή κίνημα.

Οι βουλευτές υποβάλλουν στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου γραπτή δήλωση όπου καθορίζεται η κατανομή των αντίστοιχων συμμετοχών που αφαιρούνται από το ποσό που προβλέπει το άρθρο 29 παράγραφος 4. Το μέγιστο μερίδιο κάθε βουλευτή σε μια ομάδα δεν μπορεί να υπερβαίνει το 80 %.

Για τον υπολογισμό του αριθμού των συμβάσεων ανά βουλευτή, κάθε βοηθός ή ασκούμενος που προσλαμβάνεται για μια ομάδα βουλευτών τοποθετείται σε έναν από τους συμμετέχοντες βουλευτές που ορίζει ο αρμόδιος βουλευτής.

3.   Τα άρθρα 32 έως 40 δεν εφαρμόζονται στους διαπιστευμένους βοηθούς βουλευτών.

4.   Μπορούν επίσης να καλυφθούν τα έξοδα που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο μιας σύμβασης ασκουμένου, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το Προεδρείο.

5.   Οι βουλευτές μπορούν επίσης να προσφεύγουν σε φυσικά πρόσωπα εγκατεστημένα ή νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί σε κράτος μέλος και τα οποία τους παρέχουν εξειδικευμένες και σαφώς προσδιορισμένες υπηρεσίες, με τα οποία έχουν συνάψει σύμβαση παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και υπό τους όρους που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο. Οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών πρέπει να διαθέτουν επαρκή προσόντα ή πείρα στην παροχή των συγκεκριμένων υπηρεσιών.

Τα νομικά πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες κόστους άνω των 60 000 EUR, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, πρέπει να έχουν συσταθεί σε κράτος μέλος και να έχουν ήδη δραστηριοποιηθεί στον σχετικό τομέα για τουλάχιστον ένα έτος κατά την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης που συνάπτεται με τον βουλευτή.

Εκτός από την περίπτωση υπηρεσιών που παρέχονται από τοπικούς βοηθούς δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο β), όταν το κόστος των υπηρεσιών υπερβαίνει το όριο των 60 000 EUR περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, ο πάροχος υπηρεσιών επιλέγεται μέσω διαδικασίας σύναψης σύμβασης. Το όριο αυτό εφαρμόζεται σε σωρευτική βάση στην περίπτωση συμβάσεων για παρόμοιες υπηρεσίες με τον ίδιο πάροχο. Στη διαδικασία σύναψης σύμβασης συμμετέχουν τουλάχιστον πέντε εντελώς ανεξάρτητοι υποψήφιοι. Απόφαση για την ανάθεση της σύμβασης μπορεί να ληφθεί μόνον εφόσον έχουν υποβληθεί τουλάχιστον τρεις έγκυρες προσφορές. Η σύμβαση ανατίθεται στην προσφορά με την καλύτερη αναλογία τιμής-ποιότητας.

6.   Στις παρεχόμενες υπηρεσίες δεν περιλαμβάνεται η διάθεση προσωπικού, με εξαίρεση την περίπτωση προσωρινών υπηρεσιών από παρόχους υπηρεσιών που παρέχουν προσωπικό σε επαγγελματική και τακτική βάση και είναι δεόντως αδειοδοτημένοι να τις παρέχουν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Οι υπηρεσίες που παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν ανατίθενται υπεργολαβικά. Οι υπηρεσίες που παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 5 ανατίθενται υπεργολαβικά μόνο για δεόντως αιτιολογημένους λόγους, αφού ενημερωθεί η αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου και, σε κάθε περίπτωση, μόνο για το 20 % κατ’ ανώτατο όριο του συνολικού ύψους της σχετικής σύμβασης.

7.   Το Προεδρείο εγκρίνει κατάλογο των δαπανών που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της βουλευτικής επικουρίας (9).

8.   Τα ονόματα των βοηθών και των ασκουμένων, καθώς και τα ονόματα ή οι εταιρικές επωνυμίες των παρόχων υπηρεσιών και των εντολοδόχων πληρωμών δημοσιεύονται, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασής τους, μαζί με το όνομα του βουλευτή ή των βουλευτών που επικουρούν, στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου.

Οι βοηθοί, ασκούμενοι, πάροχοι υπηρεσιών και εντολοδόχοι πληρωμών και ο ενδιαφερόμενος βουλευτής μπορούν, για δεόντως αιτιολογημένους λόγους, όπως η προστασία της ασφάλειάς τους ή επειδή, αν και εν ενεργεία, η σχετική σύμβαση έχει ανασταλεί ή λήξει, να ζητήσουν γραπτώς από τον Γενικό Γραμματέα να μη δημοσιευτεί το όνομα ή η εταιρική επωνυμία τους στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου. Ο Γενικός Γραμματέας αποφασίζει εάν θα αποδεχτεί το συγκεκριμένο αίτημα. Όλα τα μέρη ενημερώνονται για την απόφαση αυτή.

9.   Ανεξάρτητα από τα ωράρια εργασίας τους, ο αριθμός των βοηθών που διατίθενται σε έναν βουλευτή ανά οιανδήποτε στιγμή δεν μπορεί να υπερβαίνει, στην περίπτωση των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών, τους τέσσερις, και, στην περίπτωση των τοπικών βοηθών, τους δέκα. Κατ’ εξαίρεσιν, και για μέγιστη περίοδο ενός μηνός, ο μέγιστος αριθμός διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών μπορεί να αυξηθεί σε πέντε, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να διευκολυνθεί η μετάβαση μεταξύ των συμβάσεων απασχόλησης δύο βοηθών.

Οι διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί που προσλαμβάνονται για να αντισταθμίσουν τη δεόντως αιτιολογημένη απουσία διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 6 των μέτρων εφαρμογής του τίτλου VII του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (10) δεν συνυπολογίζονται στον μέγιστο αριθμό που ορίζεται στο εδάφιο 1 της παρούσας παραγράφου.

10.   Κατά την παροχή ενδείξεων για την κατάταξη των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών τους σε βαθμό, οι βουλευτές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα προσόντα και την πείρα τους, τα καθήκοντα που τους ανατίθενται, τη δυνατότητα επαγγελματικής εξέλιξης και την ανάγκη διασφάλισης χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

11.   Τουλάχιστον το 40 % του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 4 των παρόντων μέτρων εφαρμογής διατίθεται για την καταβολή των εξόδων που απορρέουν από τον τίτλο VII του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, κάθε κόστος σε σχέση με τα έξοδα βουλευτικής επικουρίας πλην αυτού που απορρέει από τον τίτλο VII του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά το 60 % του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 4 των παρόντων μέτρων εφαρμογής.

Επιπλέον, τα έξοδα για την παροχή υπηρεσιών του παρόντος άρθρου δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 20 % του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 4.

Τα όρια αυτά υπολογίζονται για κάθε οικονομικό έτος αθροιζομένων των μηνιαίων δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 29 παράγραφος 4, και προσθέτοντας κατ’ αναλογία τη μεταφορά του μη χρησιμοποιηθέντος υπολοίπου στο επόμενο οικονομικό έτος βάσει του άρθρου 29 παράγραφος 6.

12.   Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει τα έξοδα των φυσικών προσώπων που προσλαμβάνονται από βουλευτές ως τοπικοί βοηθοί ή για την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών, ήτοι τις ακαθάριστες αποδοχές ή αμοιβές προ ΦΠΑ μέχρι των ανώτατων μηνιαίων ορίων. Τα εν λόγω ανώτατα όρια καθορίζονται από το Προεδρείο σύμφωνα με την παράγραφο 13 και μπορούν να προσαρμόζονται σε ετήσια βάση από το Προεδρείο. Τα εφαρμοστέα όρια δημοσιεύονται στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου.

13.   Τα όρια αντιστοιχούν τρεισήμισι φορές στο ποσό αναφοράς. Το ποσό αναφοράς είναι το ένα δωδέκατο του ποσού που δημοσιεύει η Eurostat ως μέση ετήσια ακαθάριστη αμοιβή των απασχολουμένων με πλήρη απασχόληση στο κράτος μέλος εκλογής του ενδιαφερόμενου βουλευτή.

Ωστόσο, τα ανώτατα όρια που υπολογίζονται με τον τρόπο αυτό δεν είναι κατώτερα από τον βασικό μισθό διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού στον βαθμό 6 ή ανώτερα από τον βασικό μισθό διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού στον βαθμό 19.

Τυχόν επίδομα αναλαμβάνεται μόνο μέχρι των προαναφερθέντων ανώτατων ορίων υπολογιζόμενων σε ετήσια βάση και περιορίζεται στο ένα έκτο των ακαθάριστων ετήσιων αποδοχών του βοηθού.

Τα όρια μειώνονται κατ’ αναλογία όταν ο τοπικός βοηθός εργάζεται υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης ή σε περίπτωση που ο τοπικός βοηθός δεν εργάζεται ολόκληρο μήνα.

14.   Οι ακαθάριστες αποδοχές τοπικού βοηθού που απαιτούνται κυρίως για την άσκηση καθηκόντων διοικητικής υποστήριξης και γραμματείας, αλλά και καθηκόντων σύνταξης και παροχής συμβουλών, δεν υπερβαίνουν το 60 % των μηνιαίων ανώτατων ορίων που καθορίζονται από το Προεδρείο σύμφωνα με την παράγραφο 13.

Οι ακαθάριστες αποδοχές τοπικού βοηθού που απαιτούνται κυρίως για την εκτέλεση καθηκόντων σύνταξης και παροχής συμβουλών, αλλά και καθηκόντων διοικητικής υποστήριξης και γραμματείας, δεν υπερβαίνουν το 70 % των μηνιαίων ανώτατων ορίων που καθορίζονται από το Προεδρείο σύμφωνα με την παράγραφο 13, εκτός εάν ο τοπικός βοηθός είναι κάτοχος διπλώματος που πιστοποιεί επιτυχή ολοκλήρωση πανεπιστημιακών σπουδών ελάχιστης διάρκειας τριών ετών ή έχει επαγγελματική πείρα ισοδύναμου επιπέδου.

15.   Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει τα έξοδα ταξιδίου στα οποία πράγματι υποβάλλονται οι τοπικοί βοηθοί για την πραγματοποίηση, κατόπιν αιτήσεως του βουλευτή, περιστασιακών μετακινήσεων σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι υπηρεσιακές μετακινήσεις που σχετίζονται με τις συνόδους ολομέλειας του Κοινοβουλίου θεωρούνται περιστασιακές.

Τα έξοδα αυτά αναλαμβάνονται με την προσκόμιση των δικαιολογητικών.

Επιλέγονται οι πλέον οικονομικές και αποδοτικές μορφές μεταφοράς και διαμονής, με την επιφύλαξη της διαθεσιμότητας και της προσβασιμότητάς τους τη δεδομένη στιγμή. Τα αεροπορικά και τα σιδηροδρομικά ταξίδια πραγματοποιούνται στην οικονομική και στη 2η θέση αντίστοιχα. Για τη διαμονή επιλέγεται απλό δωμάτιο ξενοδοχείου. Τα ταξί χρησιμοποιούνται κατ’ εξαίρεση και μόνο για μικρές αποστάσεις, ελλείψει δημόσιων συγκοινωνιών.

Η ανάληψη εξόδων περιορίζεται στο ελάχιστο που προβλέπεται από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία και, στην περίπτωση εξόδων διαμονής, μέχρι τα ανώτατα όρια που ισχύουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου.

Άρθρο 31

Οικονομικές συνέπειες αποδεδειγμένης περίπτωσης παρενόχλησης διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού

Σε περίπτωση που ο Πρόεδρος διαπιστώσει, μετά από εσωτερική διαδικασία εκατέρωθεν ακρόασης για παρενόχληση, ότι βουλευτής παρενοχλεί ηθικά ή σεξουαλικά διαπιστευμένο κοινοβουλευτικό βοηθό, όλες οι χρηματικές υποχρεώσεις του βουλευτή έναντι του εν λόγω διαπιστευμένου βοηθού που απορρέουν από τη σύμβασή του, και ιδίως η αμοιβή του, κατά παρέκκλιση του άρθρου 29, αφαιρούνται από το Κοινοβούλιο από την ανάληψη εξόδων στο πλαίσιο της αποζημίωσης βουλευτικής επικουρίας του εν λόγω βουλευτή και ο βουλευτής δεν έχει δικαίωμα στην παροχή περαιτέρω υπηρεσιών από τον εν λόγω βοηθό.

Άρθρο 32

Εντολοδόχοι πληρωμών

1.   Όλες οι συμβάσεις εργασίας και παροχής υπηρεσιών, καθώς και τυχόν συμφωνίες πρακτικής άσκησης σχετικά με ασκούμενους εγκατεστημένους στο κράτος μέλος εκλογής, οι οποίες συνάπτονται από βουλευτή ή ομάδα βουλευτών, τελούν υπό διαχείριση εντολοδόχου πληρωμών εγκατεστημένου σε κράτος μέλος.

2.   Οι υπηρεσίες του εν λόγω εντολοδόχου πληρωμών εκτελούνται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι δεόντως εξουσιοδοτημένο σε κράτος μέλος να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα χειρισμού των φορολογικών και κοινωνικών πτυχών των συμβάσεων εργασίας ή των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες εντολοδόχου πληρωμών δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις αποκλεισμού που αναφέρονται στο άρθρο 136 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018 (11) («ο δημοσιονομικός κανονισμός»).

Οι εντολοδόχοι πληρωμών χρησιμοποιούν επαγγελματικό ηλεκτρονικό σύστημα μισθοδοσίας.

3.   Οι βουλευτές συνάπτουν ατομική σύμβαση με εντολοδόχο πληρωμών της επιλογής τους ο οποίος πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Τα έξοδα που προκύπτουν από τη χρήση των υπηρεσιών εντολοδόχου πληρωμών σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καλύπτονται από την αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 29 παράγραφος 4 και δεν υπόκεινται στα όρια του άρθρου 30 παράγραφος 11 δεύτερο εδάφιο όσον αφορά τις υπηρεσίες.

Η προ ΦΠΑ αμοιβή του εντολοδόχου πληρωμών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 4 % του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 4.

Τα ανώτατα όρια της αμοιβής των εντολοδόχων πληρωμών επαληθεύονται σε σωρευτική βάση ανά ημερολογιακό έτος αναλογικά προς τη διάρκεια της σύμβασής τους.

4.   Η σύμβαση μεταξύ βουλευτή και εντολοδόχου πληρωμών συνάπτεται με βάση υπόδειγμα σύμβασης εγκεκριμένο από τον αρμόδιο διατάκτη.

Κάθε νέα έκδοση του υποδείγματος σύμβασης είναι υποχρεωτική μετά την κοινοποίησή της στους βουλευτές. Δεν έχει αναδρομική ισχύ για τις υφιστάμενες συμβάσεις.

Το υπόδειγμα σύμβασης καθορίζει, σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, τους όρους πληρωμής για τις συμβάσεις κατά την παράγραφο 1, καθώς και την αμοιβή και την ευθύνη του εντολοδόχου πληρωμών.

Άρθρο 33

Λεπτομέρειες σχετικά με τη διαχείριση των συμβάσεων με τους προσωπικούς συνεργάτες

1.   Ο εντολοδόχος πληρωμών διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου, ιδίως σε θέματα υποχρεώσεων κοινωνικής ασφάλισης και φορολογίας, για τις συμβάσεις που διαχειρίζεται ο ίδιος.

2.   Η αμοιβή του εντολοδόχου πληρωμών καταβάλλεται με την υποβολή του αντίστοιχου τιμολογίου ή εκκαθαριστικού σημειώματος αμοιβής.

3.   Οι βουλευτές παρέχουν στον εντολοδόχο πληρωμών όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που χρειάζεται για να εξασφαλίσει τη νομιμότητα και την τακτική διαχείριση των συμβάσεων που του ανατέθηκαν, και ιδίως τα έγγραφα και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2, στο άρθρο 35 παράγραφος 1 στοιχείο α), στο άρθρο 38, στο άρθρο 39 παράγραφος 1 στοιχείο α) και στο άρθρο 40.

4.   Το Κοινοβούλιο καταβάλλει στον εντολοδόχο πληρωμών τα ποσά που οφείλονται βάσει της εκτέλεσης των συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών πρακτικής εξάσκησης, που έχουν ανατεθεί στον εν λόγω εντολοδόχο πληρωμών, με την προσκόμιση των αναγκαίων δικαιολογητικών.

5.   Στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας πρακτικής άσκησης, το Κοινοβούλιο καταβάλλει προκαταβολές στον εντολοδόχο πληρωμών σε σχέση με τα έξοδα που προκύπτουν από αμοιβές, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και φόρους.

Η τακτοποίηση αυτών των προκαταβολών τελεί υπό την ευθύνη των βουλευτών και των εντολοδόχων πληρωμών τους και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα παρόντα μέτρα εφαρμογής και το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 34

Αίτηση ανάληψης των εξόδων βουλευτικής επικουρίας

1.   Η αίτηση για την ανάληψη των εξόδων βουλευτικής επικουρίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) και παράγραφοι 2, 4 και 5, η οποία διευκρινίζει τους δικαιούχους και τα ποσά των πληρωμών που πρέπει να γίνουν, υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου από το βουλευτή ή από τον εντολοδόχο πληρωμών του, προσυπογεγραμμένη από όλους τους ενδιαφερόμενους βουλευτές και από τον εντολοδόχο πληρωμών. Συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά του άρθρου 35 όσον αφορά τις συμβάσεις εργασίας και του άρθρου 39 όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

2.   Ο βουλευτής ειδοποιεί χωρίς καθυστέρηση τον εντολοδόχο πληρωμών και την αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου για κάθε αλλαγή στις συμβατικές σχέσεις και στις εντολές τις σχετικές με τις πληρωμές, διαβιβάζοντάς τους τις τροποποιήσεις που έγιναν στη σύμβαση.

Ο εντολοδόχος πληρωμών διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση, και χωρίς να αναμένει την τακτοποίηση των προκαταβολών, τις πληροφορίες αυτές και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου.

Άρθρο 35

Έγγραφα που πρέπει να υποβληθούν στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας

Οι αιτήσεις ανάληψης εξόδων για σύμβαση εργασίας περιέχουν:

α)

το πρωτότυπο της σύμβασης εργασίας που συνήψε ο βουλευτής με τον τοπικό βοηθό του·

β)

λεπτομερή περιγραφή καθηκόντων και ακριβή διεύθυνση εκτέλεσης της εργασίας·

γ)

αναλυτικό φύλλο υπολογισμού των μισθών, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εργοδοτών και των εργαζομένων και των λοιπών προβλέψιμων εξόδων που πρέπει να καταβληθούν ή να αναληφθούν κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και κατά τη λήξη της σύμβασης, όπου λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που διέπουν τον ελάχιστο μισθό, και οι συμβατικές υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων για την ανάληψη τυχόν εξόδων αποστολής·

δ)

επικυρωμένο αντίγραφο έγκυρου εγγράφου ταυτότητας του τοπικού βοηθού·

ε)

αποδεικτικό έγγραφο του συνήθους τόπου διαμονής του τοπικού βοηθού·

στ)

αποδεικτικό έγγραφο των επαγγελματικών προσόντων και της επαγγελματικής πείρας του τοπικού βοηθού· και

ζ)

κατάλογο όλων των ακόλουθων εξωτερικών δραστηριοτήτων, αμειβόμενων ή μη, στις οποίες συμμετέχει ο τοπικός βοηθός: επαγγελματικές δραστηριότητες, πολιτικό γραφείο, μεταδευτεροβάθμιες σπουδές, μαθήματα επαγγελματικής εξέλιξης άνω του ενός μηνός, περίοδοι πρακτικής άσκησης και δραστηριότητες για πολιτικό κόμμα, ίδρυμα, κίνημα ή κοινοβουλευτική πολιτική ομάδα· ο κατάλογος αυτός πρέπει να συνοδεύεται από:

i)

δήλωση του τοπικού βοηθού που επιβεβαιώνει ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασής του, δεν θα αναλάβει, άμεσα ή έμμεσα, δεσμεύσεις – έστω και άνευ αποδοχών – εάν οι δραστηριότητες αυτές είναι τέτοιες ώστε να παρεμποδίζεται η άσκηση των καθηκόντων του ως βοηθού ή να δημιουργείται σύγκρουση συμφερόντων· και

ii)

δήλωση του βουλευτή με την οποία βεβαιώνει ότι έχει λάβει γνώση του καταλόγου των εξωτερικών δραστηριοτήτων του βοηθού και ότι αυτές δεν παρακωλύουν την εκτέλεση των καθηκόντων του βοηθού υπό την ιδιότητά του αυτή ούτε προκαλούν σύγκρουση συμφερόντων.

Άρθρο 36

Λογιστική τακτοποίηση

1.   Ο εντολοδόχος πληρωμών υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου, το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου του έτους που έπεται του οικονομικού έτους αναφοράς, ιδίως για την τακτοποίηση των προκαταβολικών πληρωμών που έγιναν, κατάσταση των εξόδων που πραγματοποιήθηκαν για μισθούς, φορολογικές κρατήσεις και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των εργοδοτών και των εργαζομένων και κάθε άλλου αναλαμβανόμενου εξόδου, για καθένα από τους απασχολούμενους βοηθούς και για καθένα από τους ασκούμενους που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος εκλογής. Επιπλέον, ο εντολοδόχος πληρωμών προσκομίζει αποδεικτικά όσον αφορά την υπαγωγή των εν λόγω τοπικών βοηθών σε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στα οποία ως εργοδότης εμφαίνεται ο βουλευτής, πιστοποιητικό ασφάλισης έναντι εργατικών ατυχημάτων εφόσον το απαιτεί η ισχύουσα εθνική νομοθεσία και ετήσια κατάσταση εσόδων. Βεβαιώνει επίσης ότι έχουν εκπληρωθεί όλες οι υποχρεώσεις που προβλέπει η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία και, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας υπηρεσίας του Κοινοβουλίου, υποβάλλει όλα τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας που εκδόθηκαν για την περίοδο αναφοράς, καθώς και τα αποδεικτικά καταβολής των μισθών, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και των φόρων.

Σε περίπτωση λήξης της σύμβασης μεταξύ του εντολοδόχου πληρωμών και του βουλευτή και μετά το πέρας της εντολής του βουλευτή, οι υποχρεώσεις αυτές εκπληρούνται εντός προθεσμίας τριών μηνών κατ’ ανώτατο όριο.

Οι καταστάσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καταρτίζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές που καθορίζει το Κοινοβούλιο.

2.   Σε περίπτωση μη υποβολής των καταστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όλες οι αντίστοιχες πληρωμές θεωρούνται μη κανονικές. Μετά τον έλεγχο των καταστάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ή απουσία αυτών, αποστέλλεται από την αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου κοινοποίηση στον εντολοδόχο πληρωμών, με αντίγραφο στον βουλευτή, με την οποία διαπιστώνεται η κανονικότητα ή μη των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν και επισημαίνονται, κατά περίπτωση, τα δικαιολογητικά που λείπουν και πρέπει να προσκομιστούν.

Εάν η κοινοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου διαπιστώνει τη μη κανονικότητα των πληρωμών, τα έγγραφα που απαιτούνται για την τακτοποίηση των πληρωμών υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης. Εάν τα έγγραφα αυτά δεν υποβληθούν εντός της προθεσμίας αυτής, το Κοινοβούλιο εφαρμόζει το άρθρο 71 ή το άρθρο 72, ή και τα δύο, ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 37

Υποχρεώσεις στο πλαίσιο της σύμβασης τοπικού βοηθού

1.   Ο εντολοδόχος πληρωμών τηρεί, για το χρονικό διάστημα που ορίζει η εθνική νομοθεσία και επί τουλάχιστον πέντε έτη από τη λήξη της σχετικής κοινοβουλευτικής περιόδου, βιβλιάριο καταστάσεων μισθοδοσίας το οποίο σημειώνει συγκεφαλαιωτικά τους καταβληθέντες μισθούς καθώς και, κατά περίπτωση, τις φορολογικές κρατήσεις και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των εργοδοτών και των εργαζομένων.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, κατά τη λήξη της σύμβασης του εντολοδόχου πληρωμών, επικυρωμένο αντίγραφο όλων των εγγράφων μισθοδοσίας διαβιβάζεται χωρίς καθυστέρηση στον βουλευτή, καθώς και σε κάθε ειδικευμένο επαγγελματία της επιλογής του.

2.   Οι βοηθοί απέχουν από κάθε συμπεριφορά που έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του βουλευτή τον οποίον επικουρούν και με τα συμφέροντα του Κοινοβουλίου. Ενημερώνουν αμελλητί τον ενδιαφερόμενο βουλευτή για την πρόθεσή τους να ασκήσουν αμειβόμενη ή μη αμειβόμενη εξωτερική δραστηριότητα ή να θέσουν υποψηφιότητα σε εκλογές.

Οι βοηθοί διαμένουν σε απόσταση από τον τόπο εργασίας τους η οποία δεν τους εμποδίζει στην άσκηση των καθηκόντων τους.

3.   Ο βουλευτής ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου για όλες τις αλλαγές που έχουν επέλθει στις σχέσεις εργασίας του και οι οποίες έχουν επίπτωση στα έξοδα βουλευτικής επικουρίας, καθώς και για την ενδεχόμενη πρόθεση βοηθών του να ασκήσουν εξωτερικές δραστηριότητες άλλες από αυτές που έχουν ήδη δηλωθεί σύμφωνα με το άρθρο 35 στοιχείο ζ), ή να θέσουν υποψηφιότητα σε εκλογές. Ο βουλευτής διασφαλίζει ότι οι εξωτερικές δραστηριότητες και η υποψηφιότητα σε εκλογές δεν επηρεάζουν τους βοηθούς στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και δεν αντίκεινται στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, προβαίνοντας στους κατάλληλους διακανονισμούς που μπορεί να περιλαμβάνουν την προσαρμογή του χρόνου εργασίας του βοηθού ή του βοηθού που λαμβάνει ετήσια άδεια ή άδεια άνευ αποδοχών. Η αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου μπορεί να ζητήσει αποδεικτικά για τον διακανονισμό που έχει γίνει προς τούτο με τους ενδιαφερόμενους βοηθούς.

4.   Οι τοπικοί βοηθοί που προτίθενται να θέσουν υποψηφιότητα σε εκλογές ενεργούν σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις για τις προεκλογικές εκστρατείες. Σε περίπτωση εκλογής τους, η ανάληψη εξόδων τους παύει, εκτός εάν μπορούν να αποδείξουν ότι η εντολή τους συνάδει με την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως κοινοβουλευτικών βοηθών.

5.   Η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του βουλευτή και των βοηθών πρέπει να περιλαμβάνει τους όρους που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 4.

6.   Τα έξοδα που πραγματοποιούνται σε σχέση με συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται με τοπικούς βοηθούς μπορούν να αναληφθούν υπό την προϋπόθεση ότι το ελάχιστο ωράριο εργασίας είναι 5 ώρες την εβδομάδα και ότι το συνολικό ωράριο εργασίας, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που αφιερώνεται σε εξωτερικές δραστηριότητες, δεν υπερβαίνει τις 48 ώρες την εβδομάδα. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι μη αμειβόμενες δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 35 λαμβάνονται υπόψη μόνον εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι εν λόγω δραστηριότητες αμείβονται συνήθως.

Άρθρο 38

Έξοδα λήξης της σύμβασης εργασίας

1.   Τα έξοδα που προκύπτουν από τη λήξη των συμβάσεων εργασίας που έχουν συνάψει οι βουλευτές με τους τοπικούς βοηθούς τους μπορούν να αναληφθούν υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

επιβάλλονται από το εφαρμοστέο εθνικό εργατικό δίκαιο, των συλλογικών συμβάσεων συμπεριλαμβανομένων· και

β)

οι βουλευτές έχουν συμμορφωθεί με τις νομικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη λήξη των συμβάσεων εργασίας που έχουν συνάψει με τους τοπικούς βοηθούς τους, συμπεριλαμβανομένης της προειδοποίησης εν όψει απόλυσης, εγκαίρως πριν τη λήξη της εντολής τους, εκτός κι αν η λήξη της θητείας δεν μπορούσε να προβλεφθεί.

2.   Τα έξοδα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να αναληφθούν έως το ελάχιστο κανονιστικά προβλεπόμενο ποσό και εντός των ορίων του άρθρου 29 παράγραφος 4.

3.   Τα πρόσθετα έξοδα που απορρέουν από ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των μερών πέρα από τις νομικές ή συμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από συλλογική σύμβαση μπορούν να αναληφθούν μόνο, εντός των ορίων του άρθρου 29 παράγραφος 4, μέχρι ποσού που αντιστοιχεί στο ποσό του βασικού μέσου ακαθάριστου μηνιαίου μισθού του τοπικού βοηθού κατά το τελευταίο έτος απασχόλησης.

4.   Η παράγραφος 3 δεν εφαρμόζεται εάν:

α)

ο ενδιαφερόμενος τοπικός βοηθός έχει εργαστεί για τον βουλευτή για λιγότερο από δώδεκα μήνες·

β)

ο ενδιαφερόμενος βοηθός προσλαμβάνεται εκ νέου ως βοηθός βουλευτή ή ομάδας βουλευτών εντός δύο μηνών από την ημερομηνία λήξης της σύμβασής του.

5.   Εάν, δυνάμει της οικείας εθνικής εργατικής νομοθεσίας, ο βουλευτής υποχρεούται να καταβάλει σε βοηθό, για τα έξοδα λήξης της σύμβασης, ποσόν υπερτριπλάσιο του μέσου ακαθάριστου μηνιαίου μισθού του, τότε τα έξοδα αυτά μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ανάληψης εφόσον υποβληθούν δικαιολογητικά έγγραφα δεόντως καταρτισθέντα, υποχρεωτικώς θεωρημένα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

Άρθρο 39

Έγγραφα που πρέπει να υποβληθούν στο πλαίσιο της σύμβασης παροχής υπηρεσιών

1.   Με εξαίρεση εξειδικευμένες υπηρεσίες των οποίων το κόστος δεν υπερβαίνει τα 500 EUR συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, η αίτηση ανάληψης εξόδων για συμβάσεις παροχής υπηρεσιών περιέχει:

α)

τη σύμβαση την οποία συνήψε ο βουλευτής με πάροχο υπηρεσιών και η οποία ορίζει σαφώς τη φύση των υπηρεσιών που θα παρέχονται·

β)

εκτός από την περίπτωση συμβάσεων υπηρεσιών που συνάπτονται με τοπικούς βοηθούς, ποσού άνω των 60 000 EUR, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, τα έγγραφα της σύμβασης, στα οποία περιλαμβάνονται τα εξής:

την προκήρυξη που περιέχει περιγραφή των αναγκών και των απαιτήσεων, τα κριτήρια ανάθεσης και ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα,

τις προσκλήσεις υποβολής προσφορών ή κάθε άλλο μέτρο δημοσιότητας που έχει ληφθεί,

οι προσφορές που ελήφθησαν, καθώς και

η αιτιολόγηση της επιλεγείσας προσφοράς·

γ)

όταν οι πάροχοι υπηρεσιών είναι νομικά πρόσωπα, αντίγραφο της εγγραφής τους στο εμπορικό μητρώο ή ισοδύναμο έγγραφο που αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία σύστασης, καθώς και του ιδρυτικού καταστατικού, ή όταν οι πάροχοι υπηρεσιών είναι φυσικά πρόσωπα, έγγραφο που αναφέρει τον τόπο εγκατάστασής τους, τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 35 στοιχεία δ) έως στ) καθώς και, εξαιρουμένων των περιπτώσεων συμβάσεων για εξειδικευμένες υπηρεσίες, στο στοιχείο ζ)·

δ)

όταν οι πάροχοι υπηρεσιών είναι νομικά πρόσωπα, κατάλογο των φυσικών προσώπων που συμμετέχουν στην παροχή υπηρεσιών από το νομικό πρόσωπο, μαζί με πληροφορίες σχετικά με τους εκπαιδευτικούς και επαγγελματικούς τίτλους τους, και την πείρα τους σχετικά με την παροχή των σχετικών υπηρεσιών, καθώς και δήλωση που επιβεβαιώνει την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων όπως ορίζεται στο άρθρο 66 παράγραφος 2 και ότι κανένα από τα πρόσωπα αυτά δεν είναι βοηθός κατά την έννοια του άρθρου 30 ούτε εμπίπτει στις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 41 στοιχείο δ)·

ε)

δήλωση, προσυπογεγραμμένη από τον βουλευτή, με την οποία βεβαιώνεται ότι οι υπηρεσίες θα ανατεθούν σε υπεργολάβους μόνο για δεόντως αιτιολογημένους λόγους, αφού ενημερωθεί η αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου και, σε κάθε περίπτωση, μόνο για το 20 % κατ’ ανώτατο όριο της συνολικής αξίας της σύμβασης ή, στην περίπτωση παρόχων υπηρεσιών που είναι τοπικοί βοηθοί, δήλωση προσυπογεγραμμένη από τον βουλευτή, με την οποία βεβαιώνεται ότι οι υπηρεσίες δεν θα ανατεθούν υπεργολαβικά.

2.   Τα έξοδα για παροχή υπηρεσιών αναλαμβάνονται με την υποβολή, από τον βουλευτή προς την αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου, τιμολογίου ή εκκαθαριστικού σημειώματος αμοιβής που περιγράφει λεπτομερώς τις υπηρεσίες οι οποίες πράγματι παρασχέθηκαν, καθώς και αντιγράφου της σύμβασης που έχει συναφθεί με τον πάροχο υπηρεσιών. Το τιμολόγιο ή το εκκαθαριστικό σημείωμα συνοδεύεται από την επιβεβαίωση του βουλευτή ότι η υπηρεσία πράγματι παρασχέθηκε. Κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας υπηρεσίας του Κοινοβουλίου, ο βουλευτής υποβάλλει επίσης τα βασικά δικαιολογητικά.

Εφόσον οι παροχές απαλλάσσονται, εν μέρει ή πλήρως, του ΦΠΑ, η αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου μπορεί να ζητήσει από τον εντολοδόχο πληρωμών να επιβεβαιώσει τη νομική βάση της απαλλαγής.

Άρθρο 40

Έκτακτα έξοδα

Εφόσον τοπικός βοηθός βουλευτή, με σύμβαση εργασίας, απουσιάζει επί χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις μήνες, είτε λόγω άδειας μητρότητας είτε λόγω σοβαρής ασθενείας, το μέρος των εξόδων αντικατάστασης, από τον τρίτο μήνα απουσίας, που δεν καλύπτεται από τις παροχές προς τον εργαζόμενο που καταβάλλονται σύμφωνα με το σχετικό εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να καλυφθεί καθ’ υπέρβασιν του κατά το άρθρο 29 παράγραφος 4 ποσού. Ο εντολοδόχος πληρωμών υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου αίτηση ανάληψης των εξόδων αυτών, προσυπογεγραμμένη από τον βουλευτή.

Άρθρο 41

Μη επιστρεφόμενα έξοδα

Τα ποσά που καταβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του παρόντος κεφαλαίου δεν μπορούν να χρησιμεύσουν, άμεσα ή έμμεσα:

α)

για τη χρηματοδότηση συμβάσεων που συνάπτονται με οργάνωση πολιτικού σκοπού όπως πολιτικό κόμμα, ίδρυμα, κίνημα ή κοινοβουλευτική πολιτική ομάδα·

β)

για την κάλυψη εξόδων που μπορούν να επιστραφούν στο πλαίσιο άλλων αποζημιώσεων προβλεπόμενων από τα παρόντα μέτρα εφαρμογής ή από άλλες διατάξεις του Κανονισμού του Κοινοβουλίου·

γ)

για την κάλυψη εξόδων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο σύμβασης παροχής υπηρεσιών δυνάμενης να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων, ειδικά στις περιπτώσεις όπου ο βουλευτής ή κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο δ):

κατέχει όλο ή μέρος εταιρείας ή οργάνωσης κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ενεργεί ως πάροχος των υπηρεσιών αυτών προς αυτόν,

μετέχει στο διοικητικό συμβούλιο ή σε άλλα εκτελεστικά σώματα ή όργανα μιας εταιρείας ή οργάνωσης κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ενεργεί ως πάροχος των υπηρεσιών αυτών προς αυτόν,

έχει πρόσβαση στον τραπεζικό λογαριασμό του παρόχου του υπηρεσιών,

έχει συμφέρον ή αποκτά οποιοδήποτε οικονομικό όφελος συνδεόμενο με τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών·

δ)

για τη χρηματοδότηση συμβάσεων που προβλέπουν την απασχόληση ή τη χρήση των υπηρεσιών των συζύγων των βουλευτών ή των συντρόφων τους, ή των γονέων, τέκνων και αδελφών τους και, εν γένει, σε όλες τις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων όπως ορίζονται στο άρθρο 66 παράγραφος 2·

ε)

για την κάλυψη εξόδων σχετικών με συμβάσεις που συνάπτονται με φυσικά πρόσωπα τα οποία προσλαμβάνονται ως διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί αλλά δεν κατοικούν στον τόπο υπηρεσίας τους σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, προκειμένου να παρέχουν άμεση συνδρομή στους βουλευτές στους χώρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε έναν από τους τρεις τόπους εργασίας του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Μη χρηματικές παροχές

Άρθρο 42

Πρόσβαση στις εσωτερικές υπηρεσίες και μη χρηματικές παροχές

1.   Το Προεδρείο θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση των βουλευτών στις εσωτερικές υπηρεσίες που παρέχει το Κοινοβούλιο και τις μη χρηματικές παροχές προς τους βουλευτές, ειδικότερα όσον αφορά:

τη χρήση των υπηρεσιακών οχημάτων από τους βουλευτές,

την επίπλωση των γραφείων των βουλευτών,

τη διάθεση πληροφορικού και τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού στους βουλευτές,

την προμήθεια χαρτικών και ειδών γραφείου στους βουλευτές,

τη χρήση, από τους βουλευτές και τις πολιτικές ομάδες του Κοινοβουλίου, των χώρων γραφείου που τίθενται στη διάθεσή τους στα γραφεία συνδέσμου του Κοινοβουλίου,

την επεξεργασία των αρχείων των βουλευτών, όταν παρέχονται υπό μορφή δωρεάς ή κληροδοτήματος σε ινστιτούτο, σύνδεσμο ή ίδρυμα,

τις διαδικασίες προκειμένου να μπορούν οι βουλευτές των οποίων η θητεία λήγει κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής περιόδου να μεταφέρουν στη χώρα καταγωγής τους τα προσωπικά τους είδη που βρίσκονται στα γραφεία τους των Βρυξελλών και του Στρασβούργου,

τη χρήση των υπηρεσιακών ποδηλάτων,

τα μαθήματα γλωσσών και πληροφορικής για τους βουλευτές,

τη χρήση των υπηρεσιών που παρέχει η ιατρική υπηρεσία του Κοινοβουλίου.

2.   Το Προεδρείο μπορεί επίσης να θεσπίζει διατάξεις για την παροχή ευκολιών στους πρώην Προέδρους του Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητείας τους, και στους πρώην βουλευτές όσον αφορά την πρόσβασή τους στις υποδομές του Κοινοβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Αποζημίωση γενικών εξόδων

Άρθρο 43

Δικαίωμα σε αποζημίωση γενικών εξόδων

1.   Οι βουλευτές δικαιούνται αποζημίωσης γενικών εξόδων για την κάλυψη των δαπανών που προκύπτουν στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών δραστηριοτήτων τους.

2.   Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 17 και το άρθρο 20 παράγραφος 3 του Καθεστώτος, η αποζημίωση γενικών εξόδων καταβάλλεται υπό μορφή κατ’ αποκοπή ποσού.

3.   Οι βουλευτές δικαιούνται την αποζημίωση γενικών εξόδων από τον μήνα κατά τον οποίο παραλαμβάνεται η αίτησή τους για την καταβολή της αποζημίωσης.

4.   Οι βουλευτές μπορούν να επιλέξουν να λάβουν το σύνολο ή μέρος του ποσού της αποζημίωσης γενικών εξόδων.

Άρθρο 44

Καλυπτόμενη περίοδος

1.   Η αποζημίωση γενικών εξόδων καταβάλλεται για όλη τη διάρκεια της θητείας του βουλευτή.

2.   Το μηνιαίο ποσό της αποζημίωσης γενικών εξόδων ορίζεται σε 4 950 EUR.

3.   Εφόσον η θητεία ενός βουλευτή αρχίζει μετά τη δέκατη πέμπτη ημέρα του μήνα, η αποζημίωση γενικών εξόδων που δικαιούται ο βουλευτής για τον μήνα αυτό περιορίζεται στο ήμισυ.

4.   Το ήμισυ της αποζημίωσης γενικών εξόδων καταβάλλεται επίσης για περίοδο τριών μηνών από το τέλος του μήνα κατά τον οποίο λήγει η θητεία ενός βουλευτή, υπό τον όρο ότι αυτός έχει χρηματίσει βουλευτής τουλάχιστον για έξι μήνες και δεν επανεκλέγεται για το επόμενο Κοινοβούλιο.

Άρθρο 45

Πληρωμές και περίοδοι απουσίας

1.   Όλες οι πληρωμές στο πλαίσιο της αποζημίωσης γενικών εξόδων καταβάλλονται απευθείας στον βουλευτή.

2.   Οι βουλευτές των οποίων η απουσία κατά τη διάρκεια ενός κοινοβουλευτικού έτους (από 1ης Σεπτεμβρίου έως την 31η Αυγούστου) έχει καταγραφεί τουλάχιστον κατά το ήμισυ των ημερών των περιόδων συνόδου, που έχουν καθοριστεί, επιστρέφουν στο Κοινοβούλιο το 50 % της αποζημίωσης γενικών εξόδων που αφορά το συγκεκριμένο έτος.

3.   Κάθε περίοδος απουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μπορεί να δικαιολογηθεί από τον Πρόεδρο, εφόσον οφείλεται σε λόγους υγείας, σε σοβαρές οικογενειακές καταστάσεις ή σε αποστολή που πραγματοποιείται από τους βουλευτές και η οποία έχει λάβει έγκριση από τον Πρόεδρο, το Προεδρείο ή τη Διάσκεψη των Προέδρων. Τα δικαιολογητικά πρέπει να διαβιβάζονται στους Κοσμήτορες μέσα σε προθεσμία το πολύ δύο μηνών από την έναρξη της απουσίας.

4.   Η έγκυος βουλευτής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να παρευρίσκεται στις επίσημες συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου για περίοδο τριών μηνών πριν από τη γέννηση του εν λόγω παιδιού. Η βουλευτής παρουσιάζει ιατρικό πιστοποιητικό στο οποίο αναγράφεται η προβλεπόμενη ημερομηνία τοκετού. Μετά τον τοκετό, η βουλευτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση να παρευρίσκεται στις επίσημες συνεδριάσεις για περίοδο 6 μηνών. Η βουλευτής παρουσιάζει αντίγραφο του πιστοποιητικού γεννήσεως του παιδιού.

Άρθρο 46

Καλυπτόμενα έξοδα

1.   Η αποζημίωση γενικών εξόδων σκοπό έχει να καλύψει, μεταξύ άλλων, τα έξοδα διαχείρισης και συντήρησης γραφείου, τα είδη γραφείου και την τεκμηρίωση, τον εξοπλισμό γραφείου, τις δραστηριότητες εκπροσώπησης ή τις διοικητικές δαπάνες.

2.   Εάν ο βουλευτής διαπιστώσει ότι τα ποσά που χορηγούνται ως άλλες αποζημιώσεις στο πλαίσιο των παρόντων μέτρων εφαρμογής ή άλλων κανόνων του Κοινοβουλίου έχουν αναλωθεί, μπορεί να χρησιμοποιήσει την αποζημίωση γενικών εξόδων για να πληρώσει απευθείας και για δραστηριότητες που καλύπτονται από τις εν λόγω αποζημιώσεις.

Άρθρο 47

Αρχές που διέπουν τη χρήση της αποζημίωσης γενικών εξόδων

1.   Προκειμένου να διευκολύνει τους βουλευτές στη διαχείριση και παρακολούθηση των δαπανών τους, το Κοινοβούλιο καταβάλλει τα κονδύλια που προορίζονται για την αποζημίωση γενικών εξόδων σε λογαριασμό που αφορά αποκλειστικώς την εν λόγω αποζημίωση και στον οποίο δεν μεταφέρει άλλα κονδύλια. Ο εν λόγω λογαριασμός καλύπτεται από τις συνήθεις εγγυήσεις που συνδέονται με την εντολή.

2.   Οι βουλευτές φέρουν την αποκλειστική ευθύνη για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα ποσά που καταβάλλονται δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου.

3.   Οι βουλευτές είναι ελεύθεροι να τεκμηριώνουν τη χρήση που κάνουν αυτών των ποσών, λεπτομερώς ή ανά είδος κόστους, όπως απαριθμούνται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, είτε οι ίδιοι είτε με τη βοήθεια εξωτερικού ελεγκτή, και να μεριμνούν για τη δημοσίευση των πληροφοριών αυτών, εν όλω ή εν μέρει, στις διαδικτυακές τους σελίδες στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου.

4.   Τα είδη δαπανών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 είναι τα εξής:

 

Είδος 1: Μίσθωση τοπικού γραφείου και συναφή έξοδα

 

Είδος 2: Έξοδα λειτουργίας τοπικού γραφείου

 

Είδος 3: Είδη γραφείου, χαρτικά και αναλώσιμα

 

Είδος 4: Βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες και επισκοπήσεις Τύπου

 

Τύπος 5: Εξοπλισμός γραφείου και έπιπλα

 

Είδος 6: Εθιμοτυπία και εκπροσώπηση

 

Είδος 7: Διοργάνωση εκδηλώσεων, σεμιναρίων και διασκέψεων

 

Είδος 8: Άλλες διοικητικές δαπάνες

 

Είδος 9: Δραστηριότητες που καλύπτονται από αναλωθέντα ποσά άλλων αποζημιώσεων

 

Είδος 10: Λοιπές δαπάνες που συνδέονται με την κοινοβουλευτική εντολή του βουλευτή.

5.   Το Προεδρείο εγκρίνει κάθε πρόσθετο μέτρο που θεωρεί απαραίτητο προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή των αποφάσεων των βουλευτών σε συνάρτηση με την παράγραφο 3.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Μεταβατική αποζημίωση

Άρθρο 48

Δικαίωμα στη μεταβατική αποζημίωση

Από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί τη λήξη των καθηκόντων τους οι πρώην βουλευτές δικαιούνται μεταβατική αποζημίωση όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 του Καθεστώτος.

Άρθρο 49

Προϋποθέσεις

1.   Όταν οι πρώην βουλευτές που δικαιούνται τη μεταβατική αποζημίωση έχουν αναλάβει εντολή σε άλλο κοινοβούλιο ή ασκούν δημόσιο αξίωμα, ο μισθός τον οποίο εισπράττουν αφαιρείται από τη μεταβατική αποζημίωση.

2.   Το άρθρο 2 παράγραφος 3 εφαρμόζεται mutatis mutandis στη μεταβατική αποζημίωση.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «άλλο κοινοβούλιο» νοείται κάθε κοινοβούλιο με νομοθετική αρμοδιότητα που έχει συγκροτηθεί σε κράτος μέλος.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «δημόσιο αξίωμα» νοούνται τα εξής:

α)

αιρετό αμειβόμενο αξίωμα που συνεπάγεται την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας·

β)

μέλος εθνικής ή περιφερειακής κυβέρνησης·

γ)

ανώτατος υπάλληλος στον οποίο έχει ανατεθεί δημόσια εξουσία, μόνιμοι υπάλληλοι ή μέλη θεσμικού οργάνου της Ένωσης.

Άρθρο 50

Σώρευση των παροχών

1.   Όταν ο βουλευτής δικαιούται συγχρόνως την καταβολή της μεταβατικής αποζημίωσης που αναφέρεται στο άρθρο 13 του Καθεστώτος και την καταβολή σύνταξης αρχαιότητας που αναφέρεται στο άρθρο 14 του Καθεστώτος ή σύνταξης που αναφέρεται στο άρθρο 15 του Καθεστώτος, ο πρώην βουλευτής επιλέγει ο ίδιος ποια πληρωμή θα του καταβληθεί. Γνωστοποιεί την απόφασή του στο Γενικό Γραμματέα το αργότερο 3 μήνες μετά τη λήξη της εντολής του. Η απόφαση αυτή είναι αμετάκλητη.

2.   Εάν ο πρώην βουλευτής επιλέξει την καταβολή της μεταβατικής αποζημίωσης, η καταβολή της σύνταξης αρχαιότητας ή της σύνταξης αναπηρίας του αναστέλλεται κατά την περίοδο του δικαιώματός του στη μεταβατική αποζημίωση.

Άρθρο 51

Διαδικασία

1.   Προκειμένου να μπορεί να επωφεληθεί από τη μεταβατική αποζημίωση, ο πρώην βουλευτής υποβάλλει αίτηση εντός τριών μηνών μετά τη λήξη της εντολής του, επισυνάπτοντας γραπτή δήλωση στην οποία δηλώνει κατά πόσον ασκεί κάποιο από τα αξιώματα που μνημονεύονται στο άρθρο 49 των παρόντων μέτρων εφαρμογής. Μετά την περίοδο αυτή, η ημερομηνία έναρξης ισχύος της μεταβατικής αποζημίωσης είναι η πρώτη του μηνός κατά τον οποίο έγινε η παραλαβή της αίτησης από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Κοινοβουλίου. Η περίοδος κατά την οποία θεμελιώνεται το δικαίωμα μεταβατικής αποζημίωσης καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του Καθεστώτος.

2.   Η γραπτή δήλωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από την απόφαση του βουλευτή που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 1.

3.   Κάθε αλλαγή των συνθηκών που οδήγησαν στην χορήγηση της μεταβατικής αποζημίωσης και η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε τροποποίηση του δικαιώματος πρώην βουλευτή στην εν λόγω αποζημίωση, γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να ζητήσει από τον πρώην βουλευτή να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

4.   Εάν, με βάση στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό, περιέλθει σε γνώση του Γενικού Γραμματέα ότι ο πρώην βουλευτής ασκεί κάποιο από τα αξιώματα που αναφέρονται στο άρθρο 49, ο Γενικός Γραμματέας αναστέλλει την πληρωμή της μεταβατικής αποζημίωσης και ενημερώνει σχετικά τον πρώην βουλευτή.

5.   Ο πρώην βουλευτής μπορεί ανά πάσα στιγμή να παραιτηθεί από το δικαίωμά του στη μεταβατική αποζημίωση. Κοινοποιεί την απόφασή του στον Γενικό Γραμματέα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Σύνταξη αρχαιότητας

Άρθρο 52

Δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας

1.   Οι βουλευτές οι οποίοι ασκούν την εντολή τους τουλάχιστον κατά ένα πλήρες έτος έχουν δικαίωμα, μετά τη λήξη της εντολής τους, σε ισόβια σύνταξη αρχαιότητας η οποία καταβάλλεται από την ημέρα του μήνα που έπεται του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνουν το 63ο έτος της ηλικίας τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 14 του Καθεστώτος.

Οι πρώην βουλευτές ή οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους υποβάλλουν, πλην των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, αίτηση έναρξης καταβολής της σύνταξης λόγω γήρατος εντός εξαμήνου από τη γέννηση του δικαιώματος. Μετά την προθεσμία αυτή, η ημερομηνία έναρξης της συνταξιοδοτικής παροχής λόγω γήρατος είναι η πρώτη του μηνός κατά τον οποίο έγινε η παραλαβή της αίτησης.

2.   Η πληρωμή της σύνταξης αρχαιότητας αναστέλλεται για κάθε δικαιούχο της σύνταξης ο οποίος επανεκλέγεται στο Κοινοβούλιο. Τα δικαιώματα σε σύνταξη αρχαιότητας τα οποία αποκτώνται βάσει της νέας εντολής, προστίθενται στα δικαιώματα σε σύνταξη αρχαιότητας που έχουν αποκτηθεί πριν από την επανεκλογή του. Η πληρωμή της σύνταξης αρχαιότητας επαναρχίζει από τη στιγμή που ο βουλευτής παύει να ασκεί την εντολή του στο Κοινοβούλιο.

3.   Όταν ο ίδιος βουλευτής έχει ασκήσει περισσότερες της μίας εντολές ανάμεσα στις οποίες μεσολαβεί διάστημα διακοπής, οι περίοδοι όλων των εντολών προστίθενται προκειμένου να υπολογισθεί η σύνταξη αρχαιότητας.

Άρθρο 53

Διατάξεις για την αποφυγή της σώρευσης

1.   Η σύνταξη αρχαιότητας την οποία λαμβάνει πρώην βουλευτής βάσει εντολής την οποία έχει ασκήσει σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά με τη θητεία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αφαιρείται από τη σύνταξη αρχαιότητας σύμφωνα με το άρθρο 14 του Καθεστώτος.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «άλλο κοινοβούλιο» νοείται κάθε κοινοβούλιο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2.

3.   Ο υπολογισμός πραγματοποιείται με βάση το σύνολο των δύο συντάξεων, πριν από την αφαίρεση των φόρων.

4.   Οι πρώην βουλευτές που έχουν ασκήσει εντολή σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά προς την εντολή στο Κοινοβούλιο δηλώνουν τη σύνταξη αρχαιότητας την οποία δικαιούνται με βάση την εντολή σε αυτό το άλλο κοινοβούλιο.

Άρθρο 54

Εκπνοή των δικαιωμάτων για σύνταξη αρχαιότητας

Σε περίπτωση θανάτου πρώην βουλευτή, η σύνταξη αρχαιότητας καταβάλλεται μέχρι την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Σύνταξη αναπηρίας

Άρθρο 55

Δικαίωμα σύνταξης αναπηρίας

1.   Ο βουλευτής ο οποίος, με βάση τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 59, αναγνωρίζεται ότι έχει προσβληθεί από αναπηρία η οποία θεωρείται ολική και η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του για το υπόλοιπο της θητείας του και ο οποίος, για τον λόγο αυτό, παραιτείται, δικαιούται σύνταξη αναπηρίας καταβλητέας από την ημέρα κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η εν λόγω παραίτηση, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Το δικαίωμα για σύνταξη αναπηρίας παύει να ισχύει εάν ο βουλευτής δεν γνωστοποιήσει την παραίτησή του μέσα σε προθεσμία 3 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία του διαβιβάστηκε επισήμως η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η θέση του σε αναπηρία.

3.   Το δικαίωμα του βουλευτή για σύνταξη αναπηρίας γεννάται στο τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου κατά την οποία επήλθε η αναπηρία εφόσον:

α)

η αναπηρία του βουλευτή τον εμποδίζει να παραιτηθεί, ή

β)

η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η θέση σε αναπηρία του βουλευτή έχει εγκριθεί μετά το τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου κατά την οποία επήλθε η αναπηρία, ή

γ)

η κοινοβουλευτική περίοδος λήγει πριν από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 56

Υπολογισμός της σύνταξης αναπηρίας

1.   Το ύψος της σύνταξης αναπηρίας ανέρχεται για κάθε πλήρες έτος άσκησης της εντολής σε 3,5 % της αποζημίωσης που αναφέρεται στο άρθρο 10 του Καθεστώτος και για κάθε επί πλέον πλήρη μήνα στο ένα δωδέκατο του ποσού αυτού, αλλά τουλάχιστον στο 35 % της εν λόγω αποζημίωσης, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει συνολικά το 70 %.

2.   Οι κανόνες οι σχετικοί με τον υπολογισμό της σύνταξης αρχαιότητας εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στον υπολογισμό της σύνταξης αναπηρίας.

Άρθρο 57

Διατάξεις για την αποφυγή της σώρευσης

1.   Η σύνταξη αναπηρίας την οποία λαμβάνει πρώην βουλευτής βάσει εντολής την οποία έχει ασκήσει σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά με την εντολή προς το Κοινοβούλιο αφαιρείται από τη σύνταξη αναπηρίας σύμφωνα με το άρθρο 55.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «άλλο κοινοβούλιο» νοείται κάθε κοινοβούλιο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2.

3.   Οι πρώην βουλευτές που έχουν ασκήσει εντολή σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά προς την εντολή στο Κοινοβούλιο δηλώνουν τη σύνταξη αναπηρίας την οποία δικαιούνται με βάση την εντολή σε αυτό το άλλο κοινοβούλιο.

Άρθρο 58

Σώρευση των παροχών

Όταν οι πρώην βουλευτές δικαιούνται συγχρόνως σύνταξη αναπηρίας και σύνταξη αρχαιότητας, λαμβάνουν τη σύνταξη αρχαιότητας. Ωστόσο, το ύψος της σύνταξης αρχαιότητας δεν είναι δυνατόν να είναι κατώτερο από το ύψος της σύνταξης αναπηρίας.

Άρθρο 59

Διαδικασία

1.   Ο βουλευτής ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του καταθέτει την αίτηση θέσης σε αναπηρία στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, συνοδευόμενη από ιατρικό πιστοποιητικό, αναφέροντας το όνομα του ιατρού που είναι επιφορτισμένος με την εκπροσώπησή του στην επιτροπή αναπηρίας που αναφέρεται στο άρθρο 60.

2.   Μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από τη σύγκλησή της από το Γενικό Γραμματέα, η επιτροπή αναπηρίας που αναφέρεται στο άρθρο 60 υποβάλλει, στο πλαίσιο της εντολής που της έχει αναθέσει το Κοινοβούλιο, τεκμηριωμένη ιατρική έκθεση στην οποία αξιολογείται εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που διέπουν τη δυνατότητα του βουλευτή να επωφεληθεί από σύνταξη αναπηρίας και οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εν λόγω προθεσμία δύναται να παραταθεί από τον Γενικό Γραμματέα.

3.   Εάν στην ιατρική έκθεση συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο ενδιαφερόμενος βουλευτής δικαιούται να συνταξιοδοτηθεί λόγω αναπηρίας, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου επιβεβαιώνει το δικαίωμα του βουλευτή στη σύνταξη αναπηρίας και τον ενημερώνει για την απόφαση, καλώντας τον να υποβάλει την παραίτησή του. Εάν στην ιατρική έκθεση συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο ενδιαφερόμενος βουλευτής δεν δικαιούται να συνταξιοδοτηθεί λόγω αναπηρίας, ο Πρόεδρος ενημερώνει τον βουλευτή για τις δυνατότητες προσφυγής που έχει στη διάθεσή του.

Άρθρο 60

Επιτροπή αναπηρίας

1.   Η επιτροπή αναπηρίας συγκροτείται από τρεις ιατρούς που ορίζονται:

ο πρώτος, από τον ενδιαφερόμενο βουλευτή,

ο δεύτερος, από το Κοινοβούλιο, και

ο τρίτος, με κοινή συμφωνία των δύο πρώτων ιατρών.

Ελλείψει συμφωνίας ως προς τον ορισμό του τρίτου ιατρού εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα διορισμού του δεύτερου ιατρού, ο τρίτος ιατρός διορίζεται αυτεπαγγέλτως από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου.

2.   Τα έξοδα των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων ταξιδίου, βαρύνουν το Κοινοβούλιο.

3.   Ο βουλευτής δύναται να υποβάλει στην επιτροπή αναπηρίας κάθε έκθεση ή πιστοποιητικό του θεράποντα ιατρού του ή των ιατρών που έχει θεωρήσει καλό να συμβουλευτεί.

4.   Οι εργασίες της επιτροπής αναπηρίας είναι μυστικές.

Άρθρο 61

Επανεξέταση της αναπηρίας

1.   Οι πρώην βουλευτές οι οποίοι δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις για τη λήψη σύνταξης αναπηρίας που προβλέπονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1, χάνουν το δικαίωμα στην εν λόγω σύνταξη.

2.   Εφόσον ο πρώην βουλευτής δεν έχει φθάσει σε ηλικία 63 ετών, το Κοινοβούλιο δύναται να τον υποβάλλει σε εξετάσεις, από έναν ορισθέντα ιατρό ανά πενταετία, προκειμένου να επαληθεύεται ότι ο βουλευτής εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που διέπουν τη δυνατότητα λήψης σύνταξης αναπηρίας και οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1.

3.   Η εν λόγω εξέταση είναι επίσης δυνατόν να πραγματοποιείται πριν από την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 2, ιδίως σε περιπτώσεις όπου το Κοινοβούλιο πληροφορείται ότι ο πρώην βουλευτής ασκεί αμειβόμενα καθήκοντα. Στην περίπτωση αυτή, η κατάσταση αξιολογείται με βάση στοιχεία ελέγξιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό, συναρτήσει των περιστάσεων της κάθε περίπτωσης και κατόπιν εξέτασης κατ’ αντιπαράθεση.

4.   Κατόπιν προτάσεως του ιατρού που πραγματοποίησε την εξέταση, η επιτροπή αναπηρίας δύναται να διαπιστώσει ότι η κατάσταση της υγείας του πρώην βουλευτή έχει σημειώσει βελτίωση, κατά τρόπον ώστε να μην ικανοποιούνται πλέον οι προϋποθέσεις που διέπουν τη δυνατότητα λήψης σύνταξης αναπηρίας και οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1.

5.   Η απόφαση τερματισμού της σύνταξης αναπηρίας λαμβάνεται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, με βάση τα συμπεράσματα της επιτροπής αναπηρίας. Τα άρθρα 59 και 60 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν. Εάν ο πρώην βουλευτής δεν ορίσει ιατρό επιφορτισμένο με την αντιπροσώπευσή του στην επιτροπή αναπηρίας, έχει εφαρμογή το άρθρο 60 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Σύνταξη επιζώντος και ορφανού

Άρθρο 62

Δικαίωμα σύνταξης επιζώντος και ορφανού

1.   Ο επιζών σύζυγος και τα συντηρούμενα τέκνα ενός βουλευτή ή ενός πρώην βουλευτή ο οποίος, κατά το χρόνο του θανάτου του, λάμβανε ή θα εδικαιούτο στο μέλλον να λάβει σύνταξη αρχαιότητας ή αναπηρίας, δικαιούνται αντιστοίχως συντάξεως επιζώντος και συντάξεως ορφανού.

2.   Στην εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι εκτός γάμου σταθεροί σύντροφοι έχουν την ίδια μεταχείριση με τους συζύγους, υπό τον όρο ότι το ζεύγος προσκομίζει επίσημο έγγραφο, εκδοθέν από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, στο οποίο πιστοποιείται η κατάστασή τους ως συντρόφων εκτός γάμου.

3.   Ως συντηρούμενο τέκνο νοείται το νόμιμο, φυσικό ή υιοθετημένο τέκνο του βουλευτή ή του πρώην βουλευτή, ή του συζύγου του βουλευτή ή του πρώην βουλευτή, εφόσον αυτό πράγματι συντηρείται από το βουλευτή ή τον πρώην βουλευτή. Θεωρείται επίσης συντηρούμενο τέκνο το κυοφορούμενο τέκνο, καθώς και το τέκνο για το οποίο ο βουλευτής ή ο πρώην βουλευτής έχει δρομολογήσει διαδικασία υιοθεσίας και του οποίου η υιοθεσία ολοκληρώνεται μετά το θάνατό του.

Άρθρο 63

Υπολογισμός της σύνταξης επιζώντος και ορφανού

1.   Το μέγιστο ποσό των συντάξεων επιζώντος και ορφανού δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της συντάξεως αρχαιότητας την οποία θα δικαιούται ο βουλευτής στο τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου, λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας του θανάτου και της ημερομηνίας λήξεως της εν λόγω κοινοβουλευτικής περιόδου.

2.   Προκειμένου περί πρώην βουλευτών, το συνολικό ποσό της σύνταξης επιζώντος και της σύνταξης ορφανού δεν μπορεί να είναι ανώτερο της σύνταξης αρχαιότητας την οποία απολάμβανε ή εδικαιούτο ο βουλευτής.

3.   Το ύψος της σύνταξης επιζώντος συζύγου ανέρχεται στο 60 % του ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή 2 του παρόντος άρθρου και, τουλάχιστον, στο 30 % της αποζημίωσης που αναφέρεται στο άρθρο 10 του Καθεστώτος, έστω και αν αυτό το τελευταίο ποσό είναι ανώτερο από τα ποσά που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Το δικαίωμα του επιζώντος συζύγου για σύνταξη επιζώντος δεν επηρεάζεται σε περίπτωση νέου γάμου του εν λόγω συζύγου. Ένας επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη επιζώντος όταν οι περιστάσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδεμία λογική αμφιβολία αφήνουν περί του ότι ο γάμος συνήφθη με αποκλειστικό σκοπό την είσπραξη της σύνταξης. Στην περίπτωση αυτή, η κατάσταση αξιολογείται με βάση στοιχεία ελέγξιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό, συναρτήσει των περιστάσεων της κάθε περίπτωσης και κατόπιν εξέτασης κατ’ αντιπαράθεση.

4.   Το ύψος της σύνταξης ορφανού για ένα συντηρούμενο τέκνο ανέρχεται στο 20 % του ποσού που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, όταν ο αριθμός των συντηρούμενων τέκνων υπερβαίνει τα δύο, η σύνταξη για κάθε συντηρούμενο τέκνο προσδιορίζεται διαιρώντας το ποσό που αντιστοιχεί στο 40 % του ανώτατου ποσού που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2, κατά περίπτωση, διά του αριθμού των συντηρούμενων τέκνων.

6.   Ενδεχομένως, το μέγιστο ποσό της προς καταβολή σύνταξης καταμερίζεται μεταξύ του συζύγου και των συντηρούμενων τέκνων με βάση τα ποσοστά που προβλέπονται στις παραγράφους 3, 4 και 5.

7.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 4 και 5, όταν δεν υπάρχει επιζών σύζυγος, η σύνταξη για κάθε συντηρούμενο τέκνο ισούται με το 20 % του ανώτατου ποσού που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2, κατά περίπτωση. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που ο αριθμός των συντηρούμενων τέκνων υπερβαίνει τα πέντε, το μέγιστο ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή 2, κατά περίπτωση, κατανέμεται σε ίσα μέρη μεταξύ των συντηρούμενων τέκνων που έχουν δικαίωμα σε σύνταξη ορφανού.

Άρθρο 64

Διάρκεια καταβολής της σύνταξης επιζώντος και ορφανού

1.   Η σύνταξη επιζώντος ή ορφανού χορηγείται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται της ημερομηνίας θανάτου του βουλευτή ή του πρώην βουλευτή.

2.   Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου, το δικαίωμα στη σύνταξη επιζώντος εκπνέει στο τέλος του μηνός κατά τον οποίο σημειώθηκε ο θάνατος.

3.   Το δικαίωμα στη σύνταξη ορφανού εκπνέει στο τέλος του μηνός κατά τον οποίο το συντηρούμενο τέκνο συμπληρώνει ηλικία 21 ετών.

Ωστόσο, το δικαίωμα σε σύνταξη ορφανού παρατείνεται για τη διάρκεια της σχολικής ή επαγγελματικής κατάρτισης του συντηρούμενου τέκνου και κατά μέγιστο έως το τέλος του μηνός κατά τον οποίο συμπληρώνει το 25ο έτος.

Η σύνταξη ορφανού διατηρείται για το συντηρούμενο τέκνο το οποίο, λόγω ασθένειας ή αναπηρίας, αδυνατεί να εξασφαλίσει τις ανάγκες του. Η εν λόγω ασθένεια ή αναπηρία πρέπει να αναγνωρισθεί από τον ιατρό του Κοινοβουλίου. Ο δικαιούχος μπορεί να αμφισβητήσει την απόφαση του ιατρού, ζητώντας να συγκληθεί η επιτροπή η οποία συγκροτείται σύμφωνα με τους όρους της επιτροπής αναπηρίας που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙ, τμήμα 3, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Το εν λόγω δικαίωμα εκπνέει εάν το συντηρούμενο τέκνο επανακτήσει τη δυνατότητα να εξασφαλίζει τη συντήρησή του. Το Κοινοβούλιο δύναται να υποβάλλει το συντηρούμενο τέκνο σε εξετάσεις, ανά πενταετία, από ιατρό που έχει ορισθεί προκειμένου να επαληθεύσει κατά πόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης ορφανού.

4.   Οι επιζώντες σύζυγοι και τα συντηρούμενα τέκνα που δικαιούνται σύνταξη υποβάλλουν την αίτησή τους για καταβολή της σύνταξης εντός έξι μηνών από την έναρξη του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος. Μετά την περίοδο αυτή, η ημερομηνία έναρξης ισχύος του συνταξιοδοτικού δικαιώματος είναι η πρώτη ημέρα του μηνός κατά τον οποίο έγινε η παραλαβή της αίτησης από την αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διαδικασίες πληρωμής

Άρθρο 65

Τήρηση του δημοσιονομικού κανονισμού

1.   Η υλοποίηση των παρόντων μέτρων εφαρμογής, όπως και κάθε αίτηση πληρωμής που υποβάλλεται δυνάμει αυτών, συμμορφώνεται με τον δημοσιονομικό κανονισμό.

2.   Όταν τα παρόντα μέτρα εφαρμογής προβλέπουν τη σύναψη συμβάσεων μεταξύ του Κοινοβουλίου και τρίτων, ο αρμόδιος διατάκτης έχει την αρμοδιότητα να τις υπογράφει.

Άρθρο 66

Αρχή της χρησιμοποίησης των χρηματικών πόρων

1.   Τα ποσά που καταβάλλονται δυνάμει του Τίτλου Ι, Κεφάλαια 4, 5 και 6, προορίζονται να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων συνδεομένων με την άσκηση της εντολής των βουλευτών και δεν χρησιμοποιούνται για να καλύψουν προσωπικά έξοδα ούτε να χρηματοδοτούν επιδοτήσεις ή δωρεές πολιτικού χαρακτήρα.

2.   Στο πλαίσιο της χρησιμοποίησης των χρηματικών πόρων που διατίθενται στο πλαίσιο των παρόντων μέτρων εφαρμογής, οι βουλευτές μεριμνούν ώστε τα συμφέροντά τους να μην έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της Ένωσης.

Σύγκρουση συμφερόντων υπάρχει όταν η άσκηση των δραστηριοτήτων βουλευτή επηρεάζεται από την οικογένεια, τη συναισθηματική ζωή, τα οικονομικά συμφέροντα ή από οποιαδήποτε άλλα άμεσα ή έμμεσα προσωπικά συμφέροντα.

3.   Οι βουλευτές αποδίδουν στο Κοινοβούλιο τα μη χρησιμοποιηθέντα ποσά, εκτός εάν αυτά καταβάλλονται υπό μορφήν κατ’ αποκοπήν ποσού.

Άρθρο 67

Τραπεζικό έμβασμα, συνάλλαγμα και συντελεστής μετατροπής

1.   Οι πληρωμές δυνάμει των παρόντων μέτρων εφαρμογής πραγματοποιούνται με τραπεζικό έμβασμα βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12). Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει τα έξοδα που καταβάλλει ο πληρωτής. Οιαδήποτε άλλη επιβάρυνση καταβάλλεται από τον δικαιούχο.

2.   Οι πληρωμές πραγματοποιούνται σε ευρώ εκτός εάν ο δικαιούχος έχει εκλεγεί ή έχει τον τόπο κατοικίας του σε κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ και ζητήσει ολική ή μερική πληρωμή στο νόμισμα του εν λόγω κράτους μέλους.

3.   Η μετατροπή μεταξύ του ευρώ και άλλου νομίσματος πραγματοποιείται με βάση τη μηνιαία λογιστική ισοτιμία του ευρώ, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού.

4.   Για τις πληρωμές εξόδων βουλευτικής επικουρίας, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, η μετατροπή μεταξύ του ευρώ και άλλου νομίσματος πραγματοποιείται με βάση τη μηνιαία λογιστική ισοτιμία του ευρώ για τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής περιόδου, το ανώτατο μηνιαίο ποσό της ανάληψης εξόδων που τίθεται στη διάθεση του βουλευτή, εκπεφρασμένο σε άλλο νόμισμα εκτός του ευρώ, μετά την εφαρμογή της ετήσιας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και του συνυπολογισμού κάθε αύξησης που θα είχε ενδεχομένως αποφασισθεί από το Προεδρείο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ανώτατου μηνιαίου ποσού που καθορίσθηκε για το προηγούμενο έτος.

Άρθρο 68

Τραπεζικοί λογαριασμοί

1.   Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, κάθε βουλευτής κοινοποιεί στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου τα τραπεζικά στοιχεία (π.χ. αριθμός IBAN, κωδικός BIC (SWIFT) και διεύθυνση της οικείας τράπεζας) ενός ή περισσότερων λογαριασμών που τηρούνται επ’ ονόματί του σε κράτος μέλος της Ένωσης και προορίζονται για την αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Καθεστώτος, για τις άλλες αποζημιώσεις, καθώς και για τις επιστροφές άλλων εξόδων.

Εάν ο βουλευτής, ο πρώην βουλευτής ή οι νόμιμοι κληρονόμοι του δεν έχουν δώσει διαφορετική εντολή, ο λογαριασμός που ανοίχτηκε για την αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Καθεστώτος χρησιμοποιείται επίσης για την πληρωμή της μεταβατικής αποζημίωσης και των συντάξεων.

2.   Κάθε πληρωμή προς πρόσωπο άλλο από τον βουλευτή εξαρτάται από την προηγούμενη προσκόμιση βεβαίωσης, εκδιδόμενης από την τράπεζα του δικαιούχου, η οποία πιστοποιεί ότι ο δικαιούχος είναι κάτοχος του λογαριασμού στον οποίο πρόκειται να γίνει η πληρωμή και περιέχει τον αριθμό IBAN του λογαριασμού και τον κωδικό BIC (SWIFT) και τη διεύθυνση της τράπεζας.

3.   Για τις πληρωμές που σχετίζονται με τη βουλευτική επικουρία, ο βουλευτής κοινοποιεί τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού του συνεργάτη του στον εντολοδόχο πληρωμών ή, ανάλογα με την περίπτωση, στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου. Ο προσωπικός τραπεζικός λογαριασμός του συνεργάτη έχει ανοιχθεί σε κράτος μέλος της Ένωσης. Οι πληρωμές είναι εκπεφρασμένες στο νόμισμα στο οποίο καθορίζονται ο μισθός ή η αμοιβή του συνεργάτη.

Ο εντολοδόχος πληρωμών κοινοποιεί τα στοιχεία του τραπεζικού του λογαριασμού στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου.

Άρθρο 69

Πληρωμές

1.   Η αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Καθεστώτος, η μεταβατική αποζημίωση και όλες οι συντάξεις καταβάλλονται την 15η κάθε μηνός για τον τρέχοντα μήνα. Η αποζημίωση γενικών εξόδων καταβάλλεται την 1η κάθε μηνός για τον τρέχοντα μήνα.

2.   Οι πληρωμές που πραγματοποιούνται στον εντολοδόχο πληρωμών και σχετίζονται με τα έξοδα βουλευτικής επικουρίας καταβάλλονται τη 15η κάθε μηνός για τον τρέχοντα μήνα.

Για τις πληρωμές αυτές λαμβάνονται υπόψη οι οδηγίες τις οποίες έχει διαβιβάσει ο βουλευτής έως τις 25 του προηγούμενου μήνα.

3.   Οι άλλες επιστροφές εξόδων πραγματοποιούνται ύστερα από προσκόμιση των δικαιολογητικών που ορίζονται στα παρόντα μέτρα εφαρμογής.

Κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας υπηρεσίας του Κοινοβουλίου, οι δικαιούχοι σύνταξης υποβάλλουν απόδειξη ότι βρίσκονται εν ζωή, με τη μορφή πιστοποιητικού που εκδίδεται από ιατρό ή αρμόδια δημόσια αρχή.

4.   Οι προθεσμίες για την προσκόμιση των δικαιολογητικών που ορίζονται στα παρόντα μέτρα εφαρμογής είναι οι ακόλουθες:

α)

όσον αφορά τα έξοδα και τις αποζημιώσεις ταξιδίου και παραμονής: το αργότερο την 31η Ιουλίου του ημερολογιακού έτους που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου άρχισε το σχετικό ταξίδι·

β)

όσον αφορά τα έξοδα βουλευτικής επικουρίας και τα άλλα έξοδα: πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στις εφαρμοστέες διατάξεις και το αργότερο την 7η Δεκεμβρίου του οικονομικού έτους για το οποίο ζητείται η ανάληψη των εξόδων ή η επιστροφή.

5.   Ο Γενικός Γραμματέας δύναται να λάβει ειδικά μέτρα όσον αφορά τις πληρωμές προκαταβολών για συνήθη έξοδα ταξιδίου και έξοδα παραμονής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εκκαθάριση και ανάκτηση

Άρθρο 70

Υποκατάστατα δικαιολογητικά

Σε περίπτωση απώλειας των δικαιολογητικών που απαιτούνται από τα παρόντα μέτρα εφαρμογής, οι βουλευτές υποβάλλουν δήλωση απώλειας συνοδευόμενη από υποκατάστατα δικαιολογητικά που πληρούν τις απαιτήσεις των παρόντων μέτρων εφαρμογής.

Άρθρο 71

Παύση πληρωμών από το Κοινοβούλιο

1.   Εάν βουλευτής, πρώην βουλευτής, ένας εκ των νομίμων κληρονόμων του ή των εντολοδόχων πληρωμών δεν τηρεί τα παρόντα μέτρα εφαρμογής ή τις ρυθμίσεις ΕΑΒ, ο αρμόδιος διατάκτης μπορεί να παύσει, εν όλω ή εν μέρει, τις σχετικές πληρωμές.

2.   Ο αρμόδιος διατάκτης ειδοποιεί πρώτα εγγράφως τον ενδιαφερόμενο σχετικά με την πρόθεσή του να παύσει τις εν λόγω πληρωμές και του παρέχει τη δυνατότητα να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις μαζί με τυχόν αποδεικτικά στοιχεία. Αντίγραφο της ειδοποίησης αυτής διαβιβάζεται ενδεχομένως σε κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο.

3.   Εάν ο ενδιαφερόμενος δεν προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμόρφωσή του με τα εν λόγω μέτρα εφαρμογής ή τις ρυθμίσεις ΕΑΒ, ο αρμόδιος διατάκτης εκδίδει απόφαση για την παύση των αντίστοιχων πληρωμών. Μια τέτοια απόφαση δεν θίγει το άρθρο 72 των παρόντων μέτρων εφαρμογής.

Άρθρο 72

Ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών από το Κοινοβούλιο

1.   Κάθε ποσό που καταβάλλεται αχρεωστήτως στο πλαίσιο των παρόντων μέτρων εφαρμογής ή των ρυθμίσεων ΕΑΒ αναζητείται από τον βουλευτή ή πρώην βουλευτή ή τους νόμιμους κληρονόμους τους. Η απόφαση ανάκτησης εκδίδεται από τον Γενικό Γραμματέα.

2.   Πριν από την έκδοση απόφασης ανάκτησης, ο Γενικός Γραμματέας ειδοποιεί εγγράφως τον ενδιαφερόμενο σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας ανάκτησης και του δίνει τη δυνατότητα να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις μαζί με τυχόν αποδεικτικά στοιχεία.

3.   Μετά την έκδοση της απόφασης ανάκτησης, ο Γενικός Γραμματέας προβαίνει στην ανάκτηση σύμφωνα με τον δημοσιονομικό κανονισμό. Οι ρυθμίσεις της ανάκτησης δεν εμποδίζουν τους βουλευτές να ασκούν αποτελεσματικά την εντολή τους.

4.   Ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να μεταβιβάσει τις αρμοδιότητες που του ανατέθηκαν σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 και 3 στον αρμόδιο Γενικό Διευθυντή.

5.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης στους τρίτους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Άλλες γενικές δημοσιονομικές διατάξεις

Άρθρο 73

Τιμαριθμική αναπροσαρμογή

1.   Τα ποσά που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 5, στο άρθρο 15 παράγραφος 2 στοιχείο δ), στο άρθρο 20, στο άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 3, στο άρθρο 24 παράγραφος 2 και στο άρθρο 44 παράγραφος 2, μπορούν να αναπροσαρμόζονται τιμαριθμικά κατ’ έτος από το Προεδρείο μέχρι μέγιστου ποσοστού ίσου προς το ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού της Ένωσης το οποίο αντιστοιχεί στον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους και δημοσιεύεται από την Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2.   Το ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 4 των παρόντων μέτρων εφαρμογής, ενδεχομένως, αναπροσαρμόζεται τιμαριθμικά κατ’ έτος από το Προεδρείο με βάση τον κοινό δείκτη που καθορίζει η Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η εν λόγω τιμαριθμική αναπροσαρμογή εφαρμόζεται με αναδρομική ισχύ από το μήνα Ιούλιο του έτους στο οποίο αναφέρεται ο δείκτης.

Άρθρο 74

Φορολογία

Στους βουλευτές και σε όσους λαμβάνουν σύνταξη σύμφωνα με τα άρθρα 13, 14, 15 και 17 του Καθεστώτος εφαρμόζεται, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 12 του Καθεστώτος των Βουλευτών, ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου (13).

Άρθρο 75

Κατάσχεση εις χείρας τρίτου

1.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 του Καθεστώτος των Βουλευτών αποζημίωση, η μεταβατική αποζημίωση, η σύνταξη αρχαιότητας στο πλαίσιο των παρόντων μέτρων εφαρμογής ή της σύνταξης αρχαιότητας στο πλαίσιο του Παραρτήματος ΙΙΙ των ρυθμίσεων ΕΑΒ μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης, μέχρι ενός τρίτου, μετά από δικαστική απόφαση ή απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής.

2.   Ο Γενικός Γραμματέας δίνει τις εντολές για την εκτέλεση αυτού του μέτρου. Οι εντολές αυτές λαμβάνουν δεόντως υπόψη το τελευταίο διαθέσιμο όριο κινδύνου φτώχειας που καθορίζεται από την Eurostat, κατά περίπτωση, για το κράτος μόνιμης κατοικίας του ενδιαφερόμενου βουλευτή ή πρώην βουλευτή και, κατά περίπτωση, μεριμνώντας για την αποτελεσματική άσκηση της εντολής του βουλευτή, αφού πρώτα ακούσει τον ενδιαφερόμενο βουλευτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 76

Προσφυγή

1.   Όποιος βουλευτής ή πρώην βουλευτής θεωρήσει ότι η αρμόδια υπηρεσία δεν εφήρμοσε σωστά στην περίπτωσή του τα παρόντα μέτρα εφαρμογής μπορεί να απευθύνει προσφυγή στον Γενικό Γραμματέα.

2.   Όποιος βουλευτής ή πρώην βουλευτής δεν συμφωνεί με την απόφαση του Γενικού Γραμματέα μπορεί να υποβάλει προσφυγή στους Κοσμήτορες, οι οποίοι αποφασίζουν ύστερα από διαβούλευση με τον Γενικό Γραμματέα. Η προσφυγή απευθύνεται στον ασκούντα την προεδρία των Κοσμητόρων.

3.   Εάν ένα από τα μέρη που εμπλέκονται στη διαδικασία προσφυγής δεν συμφωνεί με την απόφαση που ενέκριναν οι Κοσμήτορες, μπορεί να καταθέσει προσφυγή στο Προεδρείο για τη λήψη οριστικής απόφασης. Η εν λόγω προσφυγή βασίζεται στα δικαιολογητικά που έχουν υποβληθεί με τις προσφυγές δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 και απευθύνεται στον Πρόεδρο.

4.   Κάθε προσφυγή που υποβάλλεται δυνάμει των παραγράφων 1, 2 ή 3 αιτιολογείται και υποβάλλεται εγγράφως, μαζί με τα τυχόν δικαιολογητικά, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης.

5.   Το Κοινοβούλιο μεριμνά ώστε οι προσφεύγοντες να λαμβάνουν απόδειξη παραλαβής για τυχόν υποβληθείσες προσφυγές.

6.   Εάν, μετά την κατάθεση προσφυγής δυνάμει των παραγράφων 1, 2 ή 3 του παρόντος άρθρου και προτού το αρμόδιο όργανο προσφυγής λάβει απόφαση, ο βουλευτής προσβάλει την απόφαση που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής με προσφυγή ακύρωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφυγή κηρύσσεται άνευ αντικειμένου και η διαδικασία περατώνεται.

Προσφυγή δυνάμει των παραγράφων 1, 2 ή 3 του παρόντος άρθρου κηρύσσεται απαράδεκτη εάν ο βουλευτής την υποβάλει μετά την άσκηση προσφυγής ακύρωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

7.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης στους νόμιμους κληρονόμους των βουλευτών και των πρώην βουλευτών.

Άρθρο 77

Δικαιολογητικά που αποστέλλονται κατόπιν ηλεκτρονικής σάρωσης

1.   Όταν τα παρόντα μέτρα εφαρμογής αναφέρονται στην υποβολή αιτήσεων επιστροφής ή ανάληψης δαπανών, οι αιτήσεις μπορούν να υποβάλλονται σε ηλεκτρονική μορφή με ψηφιακή υπογραφή.

2.   Όταν τα παρόντα μέτρα εφαρμογής προβλέπουν την υποβολή δικαιολογητικών, τα δικαιολογητικά μπορούν να υποβάλλονται υπό μορφή σαρωμένων αντιγράφων υπό την προϋπόθεση ότι ο βουλευτής προβαίνει σε υπεύθυνη δήλωση ότι τα σαρωμένα αντίγραφα δικαιολογητικών που υποβάλλονται αντιστοιχούν στα πρωτότυπα έγγραφα.

3.   Για να μπορούν να διεξαχθούν έλεγχοι επαλήθευσης της αντιστοιχίας μεταξύ των σαρωμένων αντιγράφων των δικαιολογητικών και των πρωτοτύπων τους, οι βουλευτές φυλάσσουν τα πρωτότυπα έως τις 31 Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται εκείνου στη διάρκεια του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση για την επιστροφή ή την ανάληψη δαπανών.

Η αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου θεσπίζει σύστημα για τη διενέργεια δειγματοληπτικών ελέγχων για να επαληθεύουν την αντιστοιχία μεταξύ των σαρωμένων αντιγράφων των δικαιολογητικών και των πρωτοτύπων τους.

Άρθρο 78

Υπολογισμός των προθεσμιών

Για τον υπολογισμό των περιόδων που προβλέπονται στα παρόντα μέτρα εφαρμογής, εφαρμόζονται τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου (14).

Άρθρο 79

Κοινοποιήσεις

1.   Οι κοινοποιήσεις από τις υπηρεσίες του Κοινοβουλίου στο πλαίσιο των παρόντων μέτρων εφαρμογής και των κανόνων ΕΑΒ μπορούν να πραγματοποιούνται με κάθε διαθέσιμο μέσο που διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της διαβίβασης, μεταξύ δε άλλων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με οποιοδήποτε άλλο ηλεκτρονικό μέσο. Για τους βουλευτές, οι κοινοποιήσεις με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου θεωρείται ότι έχουν πραγματοποιηθεί έγκυρα με την παραλαβή αποδεικτικού ανάγνωσης ή, το αργότερο, πέντε εργάσιμες ημέρες μετά την παραλαβή του αποδεικτικού παραλαβής του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην επίσημη ηλεκτρονική κοινοβουλευτική τους διεύθυνση.

2.   Για τους σκοπούς των κοινοποιήσεων, οι βουλευτές γνωστοποιούν στο Κοινοβούλιο τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους και τη διεύθυνση μόνιμης κατοικίας τους κατά τη λήξη της θητείας τους και στη συνέχεια κάθε φορά που αυτή αλλάζει εντός ενός μηνός. Το ίδιο ισχύει και για τους νόμιμους κληρονόμους των βουλευτών και πρώην βουλευτών, οι οποίοι γνωστοποιούν στο Κοινοβούλιο τις διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους και τις διευθύνσεις μόνιμης κατοικίας τους κατά τη στιγμή της κληρονομικής διαδοχής και, στη συνέχεια, κάθε φορά που επέρχεται αλλαγή εντός ενός μηνός.

3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 98 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του δημοσιονομικού κανονισμού, οποιαδήποτε καθυστέρηση αποστολής του χρεωστικού σημειώματος στον οφειλέτη από το Κοινοβούλιο θεωρείται ότι οφείλεται στη συμπεριφορά του οφειλέτη, εάν ο εν λόγω οφειλέτης υπόκειται στις απαιτήσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και δεν συμμορφώνεται με αυτές.

Άρθρο 80

Έναρξη ισχύος

Τα παρόντα μέτρα εφαρμογής τίθενται σε ισχύ την πρώτη ημέρα της περιόδου συνόδου μετά τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα διεξαχθούν το 2024.

Άρθρο 81

Κατάργηση

Η απόφαση του Προεδρείου της 19ης Μαΐου και της 9ης Ιουλίου 2008 σχετικά με τα Μέτρα Εφαρμογής του Καθεστώτος των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καταργείται, με ισχύ από την πρώτη ημέρα της περιόδου συνόδου μετά τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα διεξαχθούν το 2024. Οι ρυθμίσεις ΕΑΒ έπαψαν να ισχύουν την ημέρα έναρξης ισχύος του Καθεστώτος των Βουλευτών, αλλά συνεχίζουν να ισχύουν για τους σκοπούς των μεταβατικών διατάξεων του Τίτλου IV των παρόντων μέτρων εφαρμογής.

ΤΙΤΛΟΣ ΙV

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 82

Σύνταξη επιζώντων, σύνταξη αναπηρίας και σύνταξη αρχαιότητας

1.   Η σύνταξη επιζώντων, η σύνταξη αναπηρίας, η συμπληρωματική σύνταξη αναπηρίας για τα συντηρούμενα τέκνα και η σύνταξη αρχαιότητας που χορηγούνται βάσει των παραρτημάτων I, II και III των ρυθμίσεων ΕΑΒ εξακολουθούν να καταβάλλονται, κατ’ εφαρμογή των παραρτημάτων αυτών, στα πρόσωπα που λάμβαναν τις εν λόγω παροχές πριν από την 14η Ιουλίου 2009.

Εφόσον πρώην βουλευτής που δικαιούται σύνταξη αναπηρίας αποβιώσει μετά τις 14 Ιουλίου 2009, η σύνταξη επιζώντων καταβάλλεται στον ή στη σύζυγο, στον ή στη σύντροφο σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης ή στα συντηρούμενα τέκνα, υπό τους όρους του παραρτήματος Ι των ρυθμίσεων ΕΑΒ.

2.   Τα δικαιώματα σε σύνταξη αρχαιότητας που είχαν αποκτηθεί πριν από την 14η Ιουλίου 2009 κατ’ εφαρμογή του παραρτήματος III των ρυθμίσεων ΕΑΒ διατηρούνται. Τα πρόσωπα που απέκτησαν δικαιώματα στο εν λόγω συνταξιοδοτικό σύστημα δικαιούνται σύνταξη υπολογιζόμενη βάσει των κεκτημένων δικαιωμάτων τους κατ’ εφαρμογή του εν λόγω παραρτήματος, εφόσον πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους και έχουν υποβάλει την αίτηση του άρθρου 3 παράγραφος 2 του εν λόγω παραρτήματος.

Άρθρο 83

Επικουρική σύνταξη

1.   Η καταβλητέα στους πρώην βουλευτές ή σε άλλους δικαιούχους επικουρική σύνταξη σύμφωνα με τα άρθρα 1, 3 και 4 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ από την 1η Ιουλίου 2023 καταβάλλεται σύμφωνα με τις κατωτέρω προϋποθέσεις και παρεκκλίσεις:

α)

το ποσό της σύνταξης σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ και τα ποσά των μέγιστων και κατώτατων συντάξεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος μειώνονται κατά 50%·

β)

ο βασικός μισθός δικαστή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ είναι ο βασικός μισθός την 30 Ιουνίου 2023 και δεν επικαιροποιείται μετά την ημερομηνία αυτή·

γ)

η σύνταξη σύμφωνα με το άρθρο 1 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ είναι καταβλητέα από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί την ημερομηνία κατά την οποία ο βουλευτής φθάνει στην ηλικία των 67 ετών·

δ)

όταν ένας βουλευτής είναι κάτω των 67 ετών κατά τη στιγμή του θανάτου, το δικαίωμα σύνταξης επιζώντος και ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ αναβάλλεται έως την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί εκείνον κατά τον οποίο ο αποθανών βουλευτής θα είχε συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας του.

2.   Για τις συντάξεις που καθίστανται καταβλητέες σε πρώην βουλευτές ή άλλους δικαιούχους σύμφωνα με τα άρθρα 1, 3 και 4 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ πριν από την 1η Ιουλίου 2023, το οφειλόμενο ποσό από αυτήν την ημέρα και στο εξής μειώνεται και αναπροσαρμόζεται ως εξής:

α)

το ποσό της σύνταξης σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ και τα ποσά των μέγιστων και κατώτατων συντάξεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος μειώνονται κατά 50%·

β)

ο βασικός μισθός δικαστή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ είναι ο βασικός μισθός την 30 Ιουνίου 2023 και δεν επικαιροποιείται μετά την ημερομηνία αυτή·

3.   Αν, λόγω της εφαρμογής της παραγράφου 1 στοιχεία α) και/ή β), ή της παραγράφου 2, στοιχεία α) και/ή β), ο πρώην βουλευτής ή άλλος δικαιούχος θα υποχρεωνόταν να ζήσει κάτω ή ακόμα πιο κάτω από το τελευταίο διαθέσιμο όριο κινδύνου φτώχειας για το κράτος μόνιμης κατοικίας του, μπορεί να υποβάλει στους Κοσμήτορες αίτημα για αύξηση της σύνταξης. Το εν λόγω όριο είναι εκείνο που καθορίζεται από τη Eurostat, κατά περίπτωση. Το αίτημα αυτό πρέπει να συνοδεύεται από όλες τις σχετικές πληροφορίες και τα δικαιολογητικά έγγραφα που επιτρέπουν στο Κοινοβούλιο να αξιολογήσει τα λοιπά έσοδα και την οικονομική του κατάσταση, όπως πιστοποιητικό που εκδίδεται από αρμόδια εθνική αρχή και βεβαιώνει τα λοιπά έσοδα και την οικονομική του κατάσταση.

Λαμβάνοντας υπόψη τα άλλα έσοδα και την οικονομική κατάσταση του πρώην βουλευτή ή άλλου δικαιούχου, οι Κοσμήτορες μπορούν να χορηγήσουν αύξηση της σύνταξης στο ύψος που απαιτείται ώστε να φτάσει στο όριο του κινδύνου φτώχειας. Ωστόσο, το ποσό της σύνταξης μετά την αύξηση δεν υπερβαίνει τη σύνταξη που θα χορηγείτο σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως 4 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ, όπως ίσχυαν την 30 Ιουνίου 2023.

Μετά τη χορήγηση της αύξησης στη σύνταξη από τους Κοσμήτορες, ο πρώην βουλευτής ή άλλος ενδιαφερόμενος δικαιούχος υποβάλλει, σε ετήσια βάση, επικαιροποίηση των δικαιολογητικών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου, για τον σκοπό της αξιολόγησης της διαχρονικής συμμόρφωσης με τους όρους χορήγησης του ποσού της αύξησης. Όταν η ετήσια αξιολόγηση από την αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου οδηγεί στην ανάγκη κατάργησης της αρχικής απόφασης ή αύξησης της σύνταξης σε σύγκριση με εκείνη που χορηγήθηκε αρχικά, η αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου υποβάλλει σχετική πρόταση στους Κοσμήτορες για την απόφασή τους. Kάθε άλλη αναπροσαρμογή της αρχικά χορηγηθείσας προσαύξησης αποφασίζεται από την αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου.

Αν ο πρώην βουλευτής ή άλλος δικαιούχος δεν συμφωνεί με απόφαση των Κοσμητόρων δυνάμει του δεύτερου ή τρίτου εδαφίου αυτής της παραγράφου, μπορεί, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης, να ζητήσει να παραπεμφθεί το ζήτημα στο Προεδρείο, σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 3.

4.   Κάθε επικουρική σύνταξη σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ, η οποία την 1η Ιανουαρίου 2019 δεν έχει καταστεί ακόμη καταβλητέα, υπόκειται σε ειδική εισφορά ύψους 5 % του ονομαστικού ποσού της καταβλητέας σύνταξης. Η εισφορά είναι άμεσα καταβλητέα στο Επικουρικό (Προαιρετικό) Ταμείο Συντάξεων.

5.   Η επικουρική (προαιρετική) σύνταξη για τους λοιπούς δικαιούχους σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ, η οποία την 1η Ιανουαρίου 2019 δεν έχει καταστεί ακόμη καταβλητέα, υπόκειται σε ειδική εισφορά ύψους 5 % του ονομαστικού ποσού της καταβλητέας σύνταξης. Η εισφορά είναι άμεσα καταβλητέα στο Επικουρικό (Προαιρετικό) Ταμείο Συντάξεων.

6.   Οι ακόλουθοι εκλεγέντες το 2009 βουλευτές μπορούν να συνεχίσουν να αποκτούν νέα δικαιώματα μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Καθεστώτος, σύμφωνα με το παράρτημα VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ:

α)

οι βουλευτές οι οποίοι ήταν βουλευτές κατά τη διάρκεια μίας προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου, και

β)

οι βουλευτές οι οποίοι έχουν ήδη αποκτήσει ή αποκτούσαν δικαιώματα στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, και

γ)

οι βουλευτές για τους οποίους το κράτος μέλος εκλογής ενέκρινε ρυθμίσεις παρέκκλισης, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Καθεστώτος, ή οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Καθεστώτος, επέλεξαν το εθνικό καθεστώς, και

δ)

οι βουλευτές οι οποίοι δεν δικαιούνται εθνική ή ευρωπαϊκή σύνταξη η οποία να απορρέει από την άσκηση της εντολής του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

7.   Οι εισφορές στο Επικουρικό (Προαιρετικό) Ταμείο Συντάξεων που βαρύνουν τους βουλευτές καταβάλλονται από προσωπικούς πόρους τους.

8.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 6 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ, κατά τη διάρκεια περιόδου έξι μηνών από την 1η Ιουλίου 2023, ένας βουλευτής ή πρώην βουλευτής που είναι μέλος του επικουρικού (προαιρετικού) συνταξιοδοτικού καθεστώτος κατά την έννοια του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ μπορεί να υποβάλει αίτημα για την έξοδό του από το επικουρικό (προαιρετικό) συνταξιοδοτικό καθεστώς και την καταβολή της συμπληρωματικής σύνταξης υπό μορφή εφάπαξ τελικής πληρωμής με εφάπαξ ποσό. Η αίτηση υπογράφεται από τον βουλευτή ή πρώην βουλευτή και υποβάλλεται στον Γενικό Γραμματέα. Μόλις μια αίτηση προσυπογραφεί από τον Γενικό Γραμματέα καθίσταται δεσμευτική και αμετάκλητη. Ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να μεταβιβάσει την εξουσία προσυπογραφής σε εκπρόσωπο της αρμόδιας υπηρεσίας του Κοινοβουλίου.

Το ποσό της εφάπαξ τελικής πληρωμής με εφάπαξ ποσό καθορίζεται από την αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου από το τέλος του μήνα παραλαβής της αίτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο. Υπολογίζεται ως το άθροισμα δύο ποσών. Το πρώτο ποσό αντιστοιχεί στο σύνολο των εισφορών σε ονομαστική αξία που έχει καταβάλει ο ενδιαφερόμενος βουλευτής ή πρώην βουλευτής στο επικουρικό (προαιρετικό) συνταξιοδοτικό καθεστώς, μετά την αφαίρεση των συνταξιοδοτικών ποσών που έχει ήδη εισπράξει, σε ονομαστική αξία. Η αφαίρεση αυτή δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσό των εισφορών που έχει καταβάλει ο ενδιαφερόμενος βουλευτής ή πρώην βουλευτής στο επικουρικό (προαιρετικό) συνταξιοδοτικό καθεστώς. Το δεύτερο ποσό αντιστοιχεί στο 20 % του συνόλου των εισφορών, σε ονομαστική αξία, που έχει καταβάλει ο ενδιαφερόμενος βουλευτής ή πρώην βουλευτής στο επικουρικό (προαιρετικό) συνταξιοδοτικό καθεστώς. Όλα τα ποσά καταβάλλονται σε ευρώ.

Όλα τα κεκτημένα δικαιώματα ή/και τα μελλοντικά δικαιώματα στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του βουλευτή, πρώην βουλευτή ή μελλοντικού άλλου ενδιαφερόμενου δικαιούχου εκκαθαρίζονται οριστικά έως το τέλος του μήνα παραλαβής της αίτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Ειδικότερα, τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 1, 3 και 4 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ δεν ισχύουν πλέον και η παράγραφος 3 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στον ενδιαφερόμενο βουλευτή, πρώην βουλευτή ή μελλοντικό άλλο δικαιούχο.

Η εφάπαξ τελική πληρωμή εφάπαξ ποσού καταβάλλεται το αργότερο τρεις μήνες μετά την παραλαβή από το Κοινοβούλιο της αίτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 84

Μεταβατική αποζημίωση

1.   Η μεταβατική αποζημίωση που χορηγείται βάσει του παραρτήματος V των ρυθμίσεων ΕΑΒ εξακολουθεί να καταβάλλεται, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω παραρτήματος, στα πρόσωπα που λάμβαναν την αποζημίωση αυτή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Καθεστώτος.

2.   Στους βουλευτές που παύουν οριστικά να ασκούν τη βουλευτική εντολή τους στο τέλος της έκτης κοινοβουλευτικής περιόδου καταβάλλεται η μεταβατική αποζημίωση που προβλέπεται στο προαναφερθέν παράρτημα V.

3.   Στην περίπτωση των βουλευτών οι οποίοι λαμβάνουν την αποζημίωση του άρθρου 10 του Καθεστώτος και τερματίζουν τη βουλευτική εντολή τους μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Καθεστώτος, η περίοδος άσκησης της εντολής πριν από την ημερομηνία αυτή λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό του ύψους της μεταβατικής αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 13 του Καθεστώτος.

4.   Οι βουλευτές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 μπορούν, ωστόσο, να ζητήσουν να υπολογιστεί η αναλογία της μεταβατικής αποζημίωσης, όσον αφορά την περίοδο εντολής που προηγείται της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του Καθεστώτος, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο παράρτημα V των ρυθμίσεων ΕΑΒ. Η διάρκεια εντολής που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας αυτής αφαιρείται από τη μέγιστη διάρκεια που καθορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 του Καθεστώτος.

Άρθρο 85

Βουλευτές που εμπίπτουν στο άρθρο 25 ή στο άρθρο 29 του Καθεστώτος

1.   Στην περίπτωση των επανεκλεγέντων το 2009 βουλευτών οι οποίοι, δυνάμει του άρθρου 25 του Καθεστώτος, επέλεξαν ένα εθνικό καθεστώς, η αποζημίωση, η μεταβατική αποζημίωση, η σύνταξη αρχαιότητας, η σύνταξη αναπηρίας και η σύνταξη επιζώντων για την περίοδο μετά την 14η Ιουλίου 2009 καταβάλλονται μόνο βάσει των όρων που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους εκλογής τους και με αποκλειστική επιβάρυνση του προϋπολογισμού του εν λόγω κράτους μέλους.

Εξάλλου, οι βουλευτές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου μπορούν να ζητήσουν από το Κοινοβούλιο την καταβολή της μεταβατικής αποζημίωσης για την περίοδο εντολής που προηγείται της 14ης Ιουλίου 2009, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο παράρτημα V των ρυθμίσεων ΕΑΒ.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης στους βουλευτές για τους οποίους το κράτος μέλος εκλογής ενέκρινε ρυθμίσεις παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 29 του Καθεστώτος.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 παράγραφος 2 των παρόντων μέτρων εφαρμογής, στην περίπτωση των βουλευτών για τους οποίους το κράτος μέλος εκλογής ενέκρινε ρυθμίσεις παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 29 του Καθεστώτος, ή οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Καθεστώτος, επέλεξαν το εθνικό καθεστώς, το ένα τρίτο των ασφαλίστρων το οποίο βαρύνει τους βουλευτές καταβάλλεται απευθείας και ατομικά από τον προσωπικό λογαριασμό τους.

4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 1 των παρόντων μέτρων εφαρμογής, οι πρώην βουλευτές που λαμβάνουν σύνταξη στο πλαίσιο του εθνικού καθεστώτος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 25 ή του άρθρου 29 του Καθεστώτος, έχουν δικαίωμα στην επιστροφή των 2/3 των εξόδων ασθενείας, των εξόδων που συνδέονται με την εγκυμοσύνη ή των εξόδων που συνδέονται με τη γέννηση τέκνου, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα παρόντα μέτρα εφαρμογής, εφόσον δεν θα διέθεταν πρωτογενή κάλυψη κατά των κινδύνων ασθενείας.

5.   Πρώην βουλευτές που λαμβάνουν σύνταξη στο πλαίσιο του εθνικού καθεστώτος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 25 ή του άρθρου 29 του Καθεστώτος, και οι οποίοι πάσχουν από αναγνωρισμένη σοβαρή ασθένεια, έχουν δικαίωμα στην επιστροφή των εξόδων ασθενείας που συνδέονται με τη συνέχιση θεραπείας εν εξελίξει, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν τα παρόντα μέτρα εφαρμογής, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η σοβαρή ασθένεια προκλήθηκε από γεγονός που συνέβη κατά τη διάρκεια της θητείας και εμπόδισε τον βουλευτή να ασκήσει το τελευταίο μέρος της θητείας του·

β)

η ασθένεια έχει αναγνωριστεί από το Κοινοβούλιο ως σοβαρή ασθένεια κατά τη διάρκεια της εντολής του βουλευτή· και

γ)

η θεραπεία για την ασθένεια είχε αρχίσει διαρκούσης της εντολής του βουλευτή.

Εάν ο πρώην βουλευτής διαθέτει πρωτογενή κάλυψη, το δικαίωμα αυτό ισχύει μόνο σε συμπληρωματική βάση (δηλαδή μόνο για τα έξοδα που δεν καλύπτονται από την πρωτογενή κάλυψη).


(1)  Απόφαση 2005/684/ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 για τη θέσπιση του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΕ L 262 της 7.10.2005, σ. 1).

(2)   ΕΕ C 159 της 13.7.2009, σ. 1.

(3)   EE L 278 της 8.10.1976, σ. 5, ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/1976/787(2)/oj.

(4)  Κοινή ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, που θεσπίστηκε με κοινή συμφωνία των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68.

(5)  Απόφαση της Επιτροπής C(2007)3195 της 2ας Ιουλίου 2007 περί καθορισμού των γενικών διατάξεων εκτέλεσης σχετικά με την επιστροφή των ιατρικών εξόδων.

(6)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 56 της 4 Μαρτίου 1968, σ. 1, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1968/259(1)/oj).

(7)  Κοινή ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, που θεσπίστηκε με κοινή συμφωνία των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 73 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(8)  Βλέπε σημείο 15 των Πρακτικών της συνεδρίασης του Προεδρείου της 4ης Μαΐου 2009 και Ανακοίνωση των Κοσμητόρων 23/09.

(9)  Βλέπε κατάλογο των δαπανών που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της βουλευτικής επικουρίας που εγκρίθηκε από το Προεδρείο στις 5 Ιουλίου 2010 και στις 26 Οκτωβρίου 2015.

(10)  Απόφαση του Προεδρείου της 14ης Απριλίου 2014.

(11)  Κανονισμός (EU, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2018/1046/oj).

(12)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35, ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2015/2366/oj).

(13)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 8, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1968/260/oj).

(14)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (ΕΕ L 124 της 8.6.1971, σ. 1, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1971/1182/oj).


ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2024/2814/oj

ISSN 1977-0901 (electronic edition)