EUR-Lex El acceso al Derecho de la Unión Europea

Volver a la página principal de EUR-Lex

Este documento es un extracto de la web EUR-Lex

Documento 62023CN0074

Υπόθεση C-74/23, Parchetul de pe lângă Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie — D.N.A. Serviciul Teritorial Braşov: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Ploieşti (Ρουμανία) στις 10 Φεβρουαρίου 2023 — Ποινική διαδικασία κατά C.A.A., C.F.G., C.G.C., C.D.R., G.L.C., G.S., L.C.I., M.G., M.C.G., N.A.S., P.C., U.V., S.O., Ş.V.O., C.V., I.R.P., B.I.I.

ΕΕ C 205 της 12.6.2023, p. 22/23 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

12.6.2023   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 205/22


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Ploieşti (Ρουμανία) στις 10 Φεβρουαρίου 2023 — Ποινική διαδικασία κατά C.A.A., C.F.G., C.G.C., C.D.R., G.L.C., G.S., L.C.I., M.G., M.C.G., N.A.S., P.C., U.V., S.O., Ş.V.O., C.V., I.R.P., B.I.I.

(Υπόθεση C-74/23, Parchetul de pe lângă Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie — D.N.A. Serviciul Teritorial Braşov)

(2023/C 205/26)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Curtea de Apel Ploieşti

Eκκαλούσα

Parchetul de pe lângă Înalta Curte de Casație și Justiție — Direcția Națională Anticorupție — Serviciul Teritorial Brașov

Ποινική διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

C.A.A., C.F.G., C.G.C., C.D.R., G.L.C., G.S., L.C.I., M.G., M.C.G., N.A.S., P.C., U.V., S.O., Ş.V.O., C.V., I.R.P., B.I.I.

Πολιτικώς ενάγουσα

Unitatea Administrativ Teritorială Județul Brașov

Ενδιαφερόμενοι

C. M., C. A., C. Al.

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 2, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ (1) και με τα άρθρα 2 και 12 της οδηγίας ΠΟΣ (2), καθώς και με την οδηγία 2004/18/ΕΚ, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (3), υπό το πρίσμα της αρχής των αποτελεσματικών και αποτρεπτικών κυρώσεων σε περίπτωση σοβαρής απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κατ’ εφαρμογήν της απόφασης 2006/928/ΕΚ της Επιτροπής (4), υπό το πρίσμα του άρθρου 49, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε έννομη κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία οι κατηγορούμενοι ζητούν την εφαρμογή της αρχής του επιεικέστερου ποινικού νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία απόφαση του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου έκρινε αντισυνταγματική διάταξη νόμου σχετικά με τη διακοπή της παραγραφής της ποινικής ευθύνης (απόφαση του 2022), λόγω αδράνειας του νομοθέτη, ο οποίος δεν παρενέβη για την εναρμόνιση της διάταξης αυτής με άλλη απόφαση του ίδιου συνταγματικού δικαστηρίου, η οποία είχε εκδοθεί τέσσερα έτη πριν από την απόφαση του 2022 (απόφαση του 2018) –χρονικό διάστημα κατά το οποίο η νομολογία των τακτικών δικαστηρίων που διαμορφώθηκε κατ’ εφαρμογήν της πρώτης απόφασης είχε ήδη παγιωθεί υπό την έννοια ότι η εν λόγω διάταξη εξακολουθούσε να ισχύει και εφαρμοζόταν ως είχε ερμηνευθεί με την πρώτη απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου– με πρακτική συνέπεια να μειωθεί στο ήμισυ ο χρόνος παραγραφής για όλα τα αδικήματα για τα οποία δεν είχε εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση πριν από την πρώτη απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου και να παύσει, κατά συνέπεια, η ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί κατά των εν λόγω κατηγορουμένων;

2)

Πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 2 ΣΕΕ, σχετικά με τις αξίες του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη δικαιοσύνη, και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σχετικά με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, κατ’ εφαρμογήν και της απόφασης 2006/928/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με τη δέσμευση να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του ρουμανικού δικαστικού συστήματος, υπό το πρίσμα του άρθρου 49, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή του επιεικέστερου ποινικού νόμου, έχουν την έννοια ότι, σε σχέση με το εθνικό δικαστικό σύστημα στο σύνολό του, αντιτίθενται σε έννομη κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία οι κατηγορούμενοι ζητούν την εφαρμογή της αρχής του επιεικέστερου ποινικού νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία απόφαση του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου έκρινε αντισυνταγματική διάταξη νόμου σχετικά με τη διακοπή της παραγραφής της ποινικής ευθύνης (απόφαση του 2022), λόγω αδράνειας του νομοθέτη, ο οποίος δεν παρενέβη για την εναρμόνιση της διάταξης αυτής με άλλη απόφαση του ίδιου συνταγματικού δικαστηρίου, η οποία είχε εκδοθεί τέσσερα έτη πριν από την απόφαση του 2022 (απόφαση του 2018) –χρονικό διάστημα κατά το οποίο η νομολογία των τακτικών δικαστηρίων που διαμορφώθηκε κατ’ εφαρμογή της πρώτης απόφασης είχε ήδη παγιωθεί υπό την έννοια ότι η εν λόγω διάταξη εξακολουθούσε να ισχύει και εφαρμοζόταν ως είχε ερμηνευθεί με την πρώτη απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου– με πρακτική συνέπεια να μειωθεί στο ήμισυ ο χρόνος παραγραφής για όλα τα αδικήματα για τα οποία δεν είχε εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση πριν από την πρώτη απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου και να παύσει, κατά συνέπεια, η ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί κατά των εν λόγω κατηγορουμένων;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης και μόνον εφόσον δεν μπορεί να δοθεί ερμηνεία σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, έχει η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική δυνάμει της οποίας τα τακτικά εθνικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου και από τις δεσμευτικές αποφάσεις του ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου και δεν δύνανται, εξ αυτού του λόγου και με την επιφύλαξη της διαπράξεως πειθαρχικού αδικήματος, να μην εφαρμόζουν αυτεπαγγέλτως τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις αυτές, ακόμη και αν εκτιμούν, βάσει αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι η επίμαχη νομολογία αντιβαίνει ιδίως στο άρθρο 2, στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατ’ εφαρμογήν και της απόφασης 2006/928/ΕΚ της Επιτροπής, υπό το πρίσμα του άρθρου 49, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης;


(1)  Σύμβαση η οποία καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1995, L 316, σ. 49).

(2)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (ΕΕ 2017, L 198, σ. 29).

(3)  Οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114).

(4)  Απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς (ΕΕ 2006, L 354, σ. 56).


Arriba